Του Άγγελου Μανταδάκη*
Όταν κάποτε ο αείμνηστος Άγγελος Ελεφάντης ήθελε να πειράξει κάποιους φίλους του, που τους συναντούσε στην αγαπημένη του γειτονιά, το Μετς, τους ζητούσε... διαβατήριο.
Όποιος ή όποια περνούσε τα σύνορα του Μετς προερχόμενος από άλλη γειτονιά ή προάστιο όφειλε να έχει μαζί του τη σχετική... άδεια. “Το Μετς δεν είναι ό,τι κι ό,τι” έλεγε και ξαναέλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης και το πρόσωπό του φωτιζόταν.
Αφήσαμε τον περίπατό μας στη συνοικία αυτή έπειτα από αρκετές άλλες όχι για λόγους υποβάθμισης, μάλλον το αντίθετο. Η ονομασία της περιοχής οφείλεται στην πρώτη μπιραρία που άνοιξε στα 1870, στην έρημη από σπίτια τότε πλαγιά του Αρδηττού, ένας Βαυαρός και την ονόμασε Μετς. Η εν λόγω μπιραρία αργότερα μετατράπηκε σε καφέ αμάν με βιολιά, σαντούρια, κιθάρες και βιολοντσέλα. Παράλληλα, άρχισαν να φυτρώνουν στην περιοχή κέντρα διασκέδασης και θέατρα που συγκέντρωναν οικογένειες από όλες τις γειτονιές της πρωτεύουσας. Οι ολίγον παντρεμένοι και οι ελεύθεροι και ελεύθερες εκείνης της εποχής βρίσκουν χώρο διασκέδασης στη συνοικία που γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκε αργότερα «Παντρεμενάδικα».
Όταν κάποτε ο αείμνηστος Άγγελος Ελεφάντης ήθελε να πειράξει κάποιους φίλους του, που τους συναντούσε στην αγαπημένη του γειτονιά, το Μετς, τους ζητούσε... διαβατήριο.
Όποιος ή όποια περνούσε τα σύνορα του Μετς προερχόμενος από άλλη γειτονιά ή προάστιο όφειλε να έχει μαζί του τη σχετική... άδεια. “Το Μετς δεν είναι ό,τι κι ό,τι” έλεγε και ξαναέλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης και το πρόσωπό του φωτιζόταν.
Αφήσαμε τον περίπατό μας στη συνοικία αυτή έπειτα από αρκετές άλλες όχι για λόγους υποβάθμισης, μάλλον το αντίθετο. Η ονομασία της περιοχής οφείλεται στην πρώτη μπιραρία που άνοιξε στα 1870, στην έρημη από σπίτια τότε πλαγιά του Αρδηττού, ένας Βαυαρός και την ονόμασε Μετς. Η εν λόγω μπιραρία αργότερα μετατράπηκε σε καφέ αμάν με βιολιά, σαντούρια, κιθάρες και βιολοντσέλα. Παράλληλα, άρχισαν να φυτρώνουν στην περιοχή κέντρα διασκέδασης και θέατρα που συγκέντρωναν οικογένειες από όλες τις γειτονιές της πρωτεύουσας. Οι ολίγον παντρεμένοι και οι ελεύθεροι και ελεύθερες εκείνης της εποχής βρίσκουν χώρο διασκέδασης στη συνοικία που γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκε αργότερα «Παντρεμενάδικα».