ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΠΑ
Καλοκαιρινές διακοπές, με την κλασική σημασία του όρου -με γονείς σε κάποιο νησί ή σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος ή σε κάποιο βουνό κ.λπ- τότε στην επαρχία δεν ξέραμε τι θα πει. Ούτε και οι γονείς μας, αγρότες και κτηνοτρόφοι οι πιο πολλοί, το ξέρανε, γιατί ήταν συνέχεια υποχρεωμένοι να είναι στα χωράφια δουλεύοντας πολλές φορές κάτω από το λιοπύρι του καλοκαιριού, αλλά και το κρύο του χειμώνα.
Τις πρώτες μου διακοπές τις έκανα το καλοκαίρι του 1978, 16 χρονών περίπου, όταν μαζί με τον φίλο μου και συμμαθητή Κώστα πήγαμε στην Κέρκυρα για μια βδομάδα με ένα σακίδιο στον ώμο.
Τότε, δεν υπήρχε ο φόβος μην γίνει το ένα μη σου κάνει κάποιος το άλλο. Κοιμόμαστε στις παραλίες κάτω από τα αστέρια, ελεύθεροι και ωραίοι. Την ελευθερία μας θέλαμε, τι άλλο να ζητήσουμε. Νέοι είμαστε, όλη η ζωή ήτανε μπροστά μας.
Είχαμε και μια ελπίδα να γνωρίσουμε και καμιά τουριστριούλα, αλλά τελικά δεν καταφέραμε και πολλά. Εγώ δηλαδή, γιατί ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε. Από τις 10 μία να κάτσει καλά είναι, ήταν η φιλοσοφία του. Εγώ ήμουνα πιο ντροπαλός με τις γυναίκες και έτσι δεν κατάφερνα και πολλά.
Ήταν όμως μια πολύ δυνατή εμπειρία η οποία επαναλήφτηκε την επόμενη χρονιά, με άλλη αντροπαρέα, 4 αυτή την φορά, στην παραλία του Βάλτου στην Πάργα.
Τέσσερις μαντραχαλαίοι, πού να μας πλησιάσει γυναίκα, φαινόμαστε στερημένοι από μακριά, με ένα ανοικτό Σιτροέν 2CV, να κοιμόμαστε σε μια σκηνή και να γίνεται της πουτάνας το βράδυ από τις πλάκες.
Τότε, στον Βάλτο, στην όμορφη αυτή παραλία της Πάργας, δεν υπήρχε ψυχή. Τώρα, μετά από 30 χρόνια σχεδόν δεν μπορείς να απλώσεις ούτε την πετσέτα σου απ’ ό,τι μαθαίνω.
Από διακοπές όμως δεν ήξερε και κανένας στο χωριό. Μετά ήρθε ή μας δημιουργήθηκε η ανάγκη για διακοπές και όλοι ψάχνουμε ή ψάχναμε καλύτερα, προ κρίσης, διήμερα ή τριήμερα για να «αποδράσουμε», λέει, από την «καθημερινότητα». Ο πατέρας μου και η μάνα μου και τόσοι άλλοι, δεν «απέδρασαν» ποτέ. Και ούτε ποτέ το ζήτησαν. Τέλος πάντων.
Για μας, μέχρι να τελειώσουμε το δημοτικό, καλοκαιρινές διακοπές σήμαινε να σταματήσουμε να πηγαίνουμε σχολείο και να αρχίσει η πλήρης ελευθερία. Όλη την μέρα έξω, φορώντας ένα μαύρο βρακί και ξυπόλητοι, τις πιο πολλές φορές, ή φορώντας κάτι λαστιχένια πέδιλα, να παίζουμε ποδόσφαιρο, να ανεβαίνουμε στα δέντρα και να τρώμε μέχρι σκασμού ή μέχρι στομαχικής διαταραχής, ό,τι φρούτο υπήρχε, να φέρνουμε βόλτες με τα ποδήλατα, να κυνηγάμε πουλιά, γάτες και ό,τι γενικά κινούνταν.
Είχαμε και τα όπλα μας, σφεντόνες από λάστιχο με γερά πετσιά, που τ’ αγοράζαμε από το μικρό παντοπωλείο και αεροβόλα, τα περίφημα Diana, με τις μολυβένιες βολίδες, και δεν αφήναμε σε ησυχία κανέναν.
Ο μοναδικός μας εχθρός ήταν το σκοτάδι, αλλά και τότε παίζαμε κρυφτό και πόλεμο κάτω από το ζωηρό φως της σελήνης και των χιλιάδων αστεριών που φώτιζαν τη φτωχή μας ζωή.
Για μπάνιο, πηγαίναμε σε ένα ποτάμι που ήταν κοντά στο χωριό, της Σιδηρούς το λέγαμε, παραπόταμος του Λούρου. Το ποτάμι το καθαρίζανε κάθε χρόνο και ήταν για τα δικά μας δεδομένα αρκετά μεγάλο. Τώρα τσιμεντώσανε τις όχθες και την κοίτη, οι αχρείοι, για ποιον λόγο δεν κατάλαβα, και χάθηκαν για πάντα τα βάτα, τα καλάμια, τα νερόφιδα, τα καβούρια, οι βδέλλες και ό,τι άλλο ζούσε στο ποτάμι.
Το νερό το χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των χωραφιών του κάμπου, αλλά κάναμε και μεις τις βουτιές μας. Οι μεγαλύτεροι δηλαδή, οι οποίοι αναβαίνανε σε έναν ψηλό τσιμεντένιο διακλαδωτήρα και βουτάγανε από κει πάνω με ορμή. Εμένα, τον πιο μικρό της παρέας, που δεν ήξερα και μπάνιο, με βάζανε μέσα σε μια μεγάλη μαύρη σαμπρέλα από τρακτέρ και με προσέχανε να μην με πάρει το ρεύμα και βγω, αν βγω, στον Αμβρακικό. Ο αδερφός μου, έφαγε πολύ ξύλο μια φορά από τον πατέρα, γιατί με πήρε και μένα στο ποτάμι, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος. Σάμπως ήξερε και για τις άλλες φορές που είχα πάει. Απλά εκείνη την φορά το έμαθε.
Δεν ήξερα μπάνιο, και ούτε έμαθα καλά ποτέ, γιατί 7-8 χρονών, πηγαίνοντας να πάρω νερό στην κεντρική βρύση του χωριού, τότε δεν υπήρχαν βρύσες σε κάθε σπίτι, γλίστρησα και έπεσα μέσα στο αυλάκι και παρά λίγο να πνιγώ. Με έσωσε ο Μπαρμπα-Σπύρος, που είδε όλη τη σκηνή και έτρεξε και με έβγαλε μισοπνιγμένο. Για να τον τιμήσω, όταν πέθανε, πήγα και χτύπησα την καμπάνα λυπητερά, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την πράξη του. Από τότε, το νερό έγινε για μένα φόβος, γι’ αυτό και θέλω, όταν κολυμπάω να πατάω και δεν πηγαίνω ποτέ στα βαθιά.
Η θάλασσα της Κορωνησίας, η πιο κοντινή για μας, απείχε καμιά 25 χιλιόμετρα και για μπάνιο πηγαίναμε, το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε Κυριακή, φορτωμένοι στην καρότσα του τρακτέρ ενός γείτονα, όπως οι τσιγγάνοι τώρα στα Ντατσούν.
Αργότερα, στις αρχές της μεταπολίτευσης, άρχισε ο κόσμος να πηγαίνει και στην Πρέβεζα, στην Καστροσυκιά και αλλού, αφού πια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα αγροτικά και τα παπιά.
Όταν τελείωσα το δημοτικό τα καλοκαίρια τα πέρναγα πια στα χωράφια δουλεύοντας σκληρά. Οι γονείς ασχολούνταν με τα κηπευτικά και με την λαϊκή και μεις βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Θυμάμαι πως με έπιανε το παράπονο και θύμωνα όταν έβλεπα να περνάνε από τον δημόσιο δρόμο, μπροστά από το χωράφι που δουλεύαμε, λεωφορεία γεμάτα κόσμο, κυρίως ηλικιωμένους, τα οποία πήγαιναν στην Κορωνησία για μπάνιο.
Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω, γιατί δεν το κάναμε και μεις αυτό.
Τώρα τα παιδιά μας, και καλά κάνουν, ξέρουν τι είναι διακοπές, μόλις περνάνε στο πανεπιστήμιο θα πάνε ένα τετραήμερο στην Πάρο ή στην Μύκονο ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονιών. Συνήθως δεν δουλεύουν τα καλοκαίρια, γεγονός που μακροπρόθεσμα μπορεί να τους κάνει και κακό. Γιατί αν δεν δυσκολευτεί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.
Πολλές φορές σκέφτομαι, μήπως επειδή στερηθήκαμε εμείς προσπαθούμε να δώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε στα παιδιά μας και έτσι τα κάνουμε μαμούχαλα και πλήρως εξαρτώμενα, μαθαίνοντάς τα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες. Μοιάζουν σαν τα κατοικίδια, σκυλάκια και γατάκια, τα οποία αν τα αφήσεις να ζήσουνε στον πραγματικό κόσμο είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες, αφού έχουν μάθει να τα έχουν όλα έτοιμα στο πιάτο τους.
Καλοκαιρινές διακοπές, με την κλασική σημασία του όρου -με γονείς σε κάποιο νησί ή σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος ή σε κάποιο βουνό κ.λπ- τότε στην επαρχία δεν ξέραμε τι θα πει. Ούτε και οι γονείς μας, αγρότες και κτηνοτρόφοι οι πιο πολλοί, το ξέρανε, γιατί ήταν συνέχεια υποχρεωμένοι να είναι στα χωράφια δουλεύοντας πολλές φορές κάτω από το λιοπύρι του καλοκαιριού, αλλά και το κρύο του χειμώνα.
Τις πρώτες μου διακοπές τις έκανα το καλοκαίρι του 1978, 16 χρονών περίπου, όταν μαζί με τον φίλο μου και συμμαθητή Κώστα πήγαμε στην Κέρκυρα για μια βδομάδα με ένα σακίδιο στον ώμο.
Τότε, δεν υπήρχε ο φόβος μην γίνει το ένα μη σου κάνει κάποιος το άλλο. Κοιμόμαστε στις παραλίες κάτω από τα αστέρια, ελεύθεροι και ωραίοι. Την ελευθερία μας θέλαμε, τι άλλο να ζητήσουμε. Νέοι είμαστε, όλη η ζωή ήτανε μπροστά μας.
Είχαμε και μια ελπίδα να γνωρίσουμε και καμιά τουριστριούλα, αλλά τελικά δεν καταφέραμε και πολλά. Εγώ δηλαδή, γιατί ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε. Από τις 10 μία να κάτσει καλά είναι, ήταν η φιλοσοφία του. Εγώ ήμουνα πιο ντροπαλός με τις γυναίκες και έτσι δεν κατάφερνα και πολλά.
Ήταν όμως μια πολύ δυνατή εμπειρία η οποία επαναλήφτηκε την επόμενη χρονιά, με άλλη αντροπαρέα, 4 αυτή την φορά, στην παραλία του Βάλτου στην Πάργα.
Τέσσερις μαντραχαλαίοι, πού να μας πλησιάσει γυναίκα, φαινόμαστε στερημένοι από μακριά, με ένα ανοικτό Σιτροέν 2CV, να κοιμόμαστε σε μια σκηνή και να γίνεται της πουτάνας το βράδυ από τις πλάκες.
Τότε, στον Βάλτο, στην όμορφη αυτή παραλία της Πάργας, δεν υπήρχε ψυχή. Τώρα, μετά από 30 χρόνια σχεδόν δεν μπορείς να απλώσεις ούτε την πετσέτα σου απ’ ό,τι μαθαίνω.
Από διακοπές όμως δεν ήξερε και κανένας στο χωριό. Μετά ήρθε ή μας δημιουργήθηκε η ανάγκη για διακοπές και όλοι ψάχνουμε ή ψάχναμε καλύτερα, προ κρίσης, διήμερα ή τριήμερα για να «αποδράσουμε», λέει, από την «καθημερινότητα». Ο πατέρας μου και η μάνα μου και τόσοι άλλοι, δεν «απέδρασαν» ποτέ. Και ούτε ποτέ το ζήτησαν. Τέλος πάντων.
Για μας, μέχρι να τελειώσουμε το δημοτικό, καλοκαιρινές διακοπές σήμαινε να σταματήσουμε να πηγαίνουμε σχολείο και να αρχίσει η πλήρης ελευθερία. Όλη την μέρα έξω, φορώντας ένα μαύρο βρακί και ξυπόλητοι, τις πιο πολλές φορές, ή φορώντας κάτι λαστιχένια πέδιλα, να παίζουμε ποδόσφαιρο, να ανεβαίνουμε στα δέντρα και να τρώμε μέχρι σκασμού ή μέχρι στομαχικής διαταραχής, ό,τι φρούτο υπήρχε, να φέρνουμε βόλτες με τα ποδήλατα, να κυνηγάμε πουλιά, γάτες και ό,τι γενικά κινούνταν.
Είχαμε και τα όπλα μας, σφεντόνες από λάστιχο με γερά πετσιά, που τ’ αγοράζαμε από το μικρό παντοπωλείο και αεροβόλα, τα περίφημα Diana, με τις μολυβένιες βολίδες, και δεν αφήναμε σε ησυχία κανέναν.
Ο μοναδικός μας εχθρός ήταν το σκοτάδι, αλλά και τότε παίζαμε κρυφτό και πόλεμο κάτω από το ζωηρό φως της σελήνης και των χιλιάδων αστεριών που φώτιζαν τη φτωχή μας ζωή.
Για μπάνιο, πηγαίναμε σε ένα ποτάμι που ήταν κοντά στο χωριό, της Σιδηρούς το λέγαμε, παραπόταμος του Λούρου. Το ποτάμι το καθαρίζανε κάθε χρόνο και ήταν για τα δικά μας δεδομένα αρκετά μεγάλο. Τώρα τσιμεντώσανε τις όχθες και την κοίτη, οι αχρείοι, για ποιον λόγο δεν κατάλαβα, και χάθηκαν για πάντα τα βάτα, τα καλάμια, τα νερόφιδα, τα καβούρια, οι βδέλλες και ό,τι άλλο ζούσε στο ποτάμι.
Το νερό το χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των χωραφιών του κάμπου, αλλά κάναμε και μεις τις βουτιές μας. Οι μεγαλύτεροι δηλαδή, οι οποίοι αναβαίνανε σε έναν ψηλό τσιμεντένιο διακλαδωτήρα και βουτάγανε από κει πάνω με ορμή. Εμένα, τον πιο μικρό της παρέας, που δεν ήξερα και μπάνιο, με βάζανε μέσα σε μια μεγάλη μαύρη σαμπρέλα από τρακτέρ και με προσέχανε να μην με πάρει το ρεύμα και βγω, αν βγω, στον Αμβρακικό. Ο αδερφός μου, έφαγε πολύ ξύλο μια φορά από τον πατέρα, γιατί με πήρε και μένα στο ποτάμι, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος. Σάμπως ήξερε και για τις άλλες φορές που είχα πάει. Απλά εκείνη την φορά το έμαθε.
Δεν ήξερα μπάνιο, και ούτε έμαθα καλά ποτέ, γιατί 7-8 χρονών, πηγαίνοντας να πάρω νερό στην κεντρική βρύση του χωριού, τότε δεν υπήρχαν βρύσες σε κάθε σπίτι, γλίστρησα και έπεσα μέσα στο αυλάκι και παρά λίγο να πνιγώ. Με έσωσε ο Μπαρμπα-Σπύρος, που είδε όλη τη σκηνή και έτρεξε και με έβγαλε μισοπνιγμένο. Για να τον τιμήσω, όταν πέθανε, πήγα και χτύπησα την καμπάνα λυπητερά, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την πράξη του. Από τότε, το νερό έγινε για μένα φόβος, γι’ αυτό και θέλω, όταν κολυμπάω να πατάω και δεν πηγαίνω ποτέ στα βαθιά.
Η θάλασσα της Κορωνησίας, η πιο κοντινή για μας, απείχε καμιά 25 χιλιόμετρα και για μπάνιο πηγαίναμε, το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε Κυριακή, φορτωμένοι στην καρότσα του τρακτέρ ενός γείτονα, όπως οι τσιγγάνοι τώρα στα Ντατσούν.
Αργότερα, στις αρχές της μεταπολίτευσης, άρχισε ο κόσμος να πηγαίνει και στην Πρέβεζα, στην Καστροσυκιά και αλλού, αφού πια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα αγροτικά και τα παπιά.
Όταν τελείωσα το δημοτικό τα καλοκαίρια τα πέρναγα πια στα χωράφια δουλεύοντας σκληρά. Οι γονείς ασχολούνταν με τα κηπευτικά και με την λαϊκή και μεις βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Θυμάμαι πως με έπιανε το παράπονο και θύμωνα όταν έβλεπα να περνάνε από τον δημόσιο δρόμο, μπροστά από το χωράφι που δουλεύαμε, λεωφορεία γεμάτα κόσμο, κυρίως ηλικιωμένους, τα οποία πήγαιναν στην Κορωνησία για μπάνιο.
Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω, γιατί δεν το κάναμε και μεις αυτό.
Τώρα τα παιδιά μας, και καλά κάνουν, ξέρουν τι είναι διακοπές, μόλις περνάνε στο πανεπιστήμιο θα πάνε ένα τετραήμερο στην Πάρο ή στην Μύκονο ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονιών. Συνήθως δεν δουλεύουν τα καλοκαίρια, γεγονός που μακροπρόθεσμα μπορεί να τους κάνει και κακό. Γιατί αν δεν δυσκολευτεί ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.
Πολλές φορές σκέφτομαι, μήπως επειδή στερηθήκαμε εμείς προσπαθούμε να δώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε στα παιδιά μας και έτσι τα κάνουμε μαμούχαλα και πλήρως εξαρτώμενα, μαθαίνοντάς τα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες. Μοιάζουν σαν τα κατοικίδια, σκυλάκια και γατάκια, τα οποία αν τα αφήσεις να ζήσουνε στον πραγματικό κόσμο είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες, αφού έχουν μάθει να τα έχουν όλα έτοιμα στο πιάτο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου