Αναπαραγωγή, αποδράσεις, αξιοθέατα, εκδρομές, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με βάση δημοσιεύσεις από τα μ.μ.ε.

Αγιονόρι, Δράμαλης, Αγιος Σώστης, Δερβενάκια



https://www.protothema.gr/travelling/article/950164/agionori/ 

https://goo.gl/maps/FgA9LwX5kHNQkakVA

https://stephanion.gr/epanastasi.htm

 https://goo.gl/maps/5KZkEZKR7ZjsEvJq9


Αγιονόρι: Μια κρυμμένη γωνιά ιστορίας στην Κορινθία


Αγιονόρι και Στεφάνι αποτέλεσαν τους δύο ακμαίους οικισμούς, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας, όπου ζούσαν τουλάχιστον τα ¾ του πληθυσμού του Δήμου Τενέας - Το Αγιονόρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής και εξηγείται η μεγάλη του ακμή κατά την κυρίως βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν ο μόνος ορεινός οικισμός


Το Αγιονόρι ή Αϊνόρι βρίσκεται στη νότια Κορινθία ανάμεσα στην Κόρινθο και την Αργοναυπλία, σε ορεινή περιοχή, κοντά στο χωριό Στεφάνι, αφού περάσουμε, φεύγοντας από Κόρινθο, το Χιλιομόδι και την Κλένια. Αγιονόρι και Στεφάνι μοιράζονται την όχι και τόσο εύφορη περιοχή, που βρίσκεται κυρίως πίσω από το βουνό της Νυφίτσας (ανήκει στον ορεινό όγκο του βουνού της Αγίας Τριάδας), σε μεγάλο υψόμετρο, πρίν κατηφορίσει κανείς πρός την Αργολίδα, στο χωριό Μπερμπάτι (σημ. Πρόσυμνα) και στη συνέχεια μέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου, γνωστής από την καταστροφή του στρατού του Δράμαλη, από τον Νικηταρά, το 1826, μετά την πρώτη καταστροφή στα Δερβενάκια. Τα Δερβενάκια είναι η ανατολικότερη δίοδος από Κόρινθο πρός Άργος, έχοντας λίγο ανατολικότερά της την τρίτη δίοδο, εκείνη του Αγίου Σώστη, κοντά στο χωριό Άγιος Βασίλειος, γνωστό για το φραγκικό του κάστρο. Η οδός μέσω Κλεισούρας Αγιονορίου είναι γνωστή από την αρχαιότητα με το όνομα Κοντοπορεία, επειδή ήταν η πιο σύντομη από Ισθμό πρός Άργος. Μνημονεύεται σε αρχαίους συγγραφείς και κράτησε το όνομά της ως τελευταία (Κοντοποριά). Από τα Δερβενάκια περνούσε η αμαξιτή οδός στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τον Παυσανία, όπως και σήμερα, αρματοτροχιές όμως βρέθηκαν και στην Κοντοπορεία. Στην Κοντοπορεία μνημονεύεται από τον Αθήναιο (170 -230 μ.Χ.) και ψυχρή πηγή νερού, που ταυτίζεται με την πηγή “στου Φραντζή”, απέναντι από το Αγιονόρι, στους πρόποδες της Νυφίτσας.



Τα παραπάνω χωριά της νότιας Κορινθίας, Άγιος Βασίλειος, Χιλιομόδι, Κλένια, Αγιονόρι και Στεφάνι ανήκουν σήμερα στο δήμο Κορίνθου, ενώ λίγο παλαιότερα υπάγονταν στο δήμο Τενέας. Όταν, μετά την απελευθέρωση, ιδρύθηκαν στη χώρα οι πρώτοι δήμοι, το Αγιονόρι με τα γύρω χωριά αποτέλεσε ξεχωριστό δήμο, ύστερα όμως υπήχθη στον ευρύτερο δήμο Κλεωνών, με έδρα το Χιλιομόδι, όπου, μετά το 1830 είχαν κατέβει οι περισσότεροι Αγιονορίτες. Οι Κλεωνές ήταν ανεξάρτητη αρχαία πόλη στον κάμπο του Αγίου Βασιλείου, θέση που σήμερα ανήκει στο χωριό Κοντόσταυλος. Από τα ερείπιά της το πιο σημαντικό είναι ο ναός του Ηρακλέους

Στην αρχαιότητα στην εύφορη περιοχή πριν από την Κλεισούρα του Αγιονορίου ως τις παρυφές της πεδιάδας των Κλεωνών, όπου σήμερα φύονται κυρίως ελιές και οπωροφόρα και βρίσκονται τα χωριά Χιλιομόδι και Κλένια, εκτεινόταν η σημαντική πόλη της Τενέας, της οποίας κατάλοιπα εντοπίζονται στο χώρο ανάμεσα στα δύο χωριά. Υπαγόταν στην Κορινθία και η παράδοση, που αναφέρουν ο Στράβων και Παυσανίας, θέλει τους κατοίκους της Τρώες, που μετέφερε ο Αγαμέμνονας από την Τένεδο, πράγμα που εξηγεί γιατί ο θεός που κυρίως λάτρευαν ήταν ο Απόλλωνας. Από την αρχαία πόλη δε σώθηκε σχεδόν τίποτε, πέρα από ορισμένους τάφους σκαλισμένους σε βράχους στη θέση ‘Βουνό’ της Κλένιας και όσους τάφους βρίσκονται τυχαία στην πεδιάδα. Μεγάλη ανακάλυψη θεωρείται η εύρεση των δύο δίδυμων Κούρων στον Ξερόκαμπο της Κλένιας, σε νεκροταφείο που ανέσκαψε η Εφορία Αρχαιοτήτων. Ως τώρα ήταν γνωστός ο Κούρος της Τενέας, που βρέθηκε στ’ Αθίκια (περιοχή που υπαγόταν στην Τενεάτιδα) και βρίσκεται στο Μόναχο. Οι δίδυμοι Κούροι εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της Κορίνθου. Τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Τενέας κάνει ανασκαφές (στην περιοχή που ανήκει στο Χιλιομόδι) η Εφορία Αρχαιοτήτων, φέρνοντας στο φώς ενδιαφέροντα ερείπια (π.χ. λουτρό), στην περιοχή Νταμάρια Χιλιομοδίου, θέση κοντά στο ‘Παλιό Σχολείο’, όπου προφανώς εκτεινόταν το σπουδαιότερο τμήμα της πόλης.

Η Τενέα ήταν μια ακμαία, με τα μέτρα της εποχής, πόλη και κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή (4ος-6ος αι.), ύστερα όμως χάνονται τα ίχνη της. Κοντά της, ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της, το μεσαίωνα μαρτυρείται η κώμη Κλέννα (σημερ. Κλένια), όπου και σώζεται ως σήμερα ο ενδιαφέρων σταυρεπίστεγος βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου (13ος αι.). Η σημαντικότερη όμως κώμη στα μεσαιωνικά χρόνια θα είναι το Αγιονόρι, όπου, φαίνεται, ότι απεσύρθη μεγάλο μέρος των κατοίκων της Τενέας, κατά τους σκοτεινούς αιώνες των σλαβικών επιδρομών. Το Αγιονόρι μελετήθηκε τελευταία σε δύο επιστημονικές συναντήσεις που έγιναν επιτόπου και στην Κόρινθο το 1986 και το 2001, των οποίων τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ιστοριογεωγραφικά», ‘Τόμοι 2ος και 13ος-15ος’. Στην κοιλάδα που σχηματίζεται δυτικά του Αγιονορίου, στη θέση Δραγατούρα υψωνόταν μεγάλος ελληνιστικός πύργος του 3ου αι. π.Χ., μάλλον φυλάκειο, ακριβώς δίπλα στην Κοντοπορεία, όπου υπήρξε και μικρός τειχισμένος οικισμός. Στις εκκλησίες της μικρής κοιλάδας και στα παρακείμενα χωράφια διασώζονταν αρχιτεκτονικά μέλη και σκορπισμένα κεραμικά.

Το Αγιονόρι εμφανίζεται για πρώτη φορά στις μεσαιωνικές πηγές με το όνομα ‘Ενόριον’, μνημονευόμενο στον Βίο του Οσίου Νίκωνα του «Μετανοείτε». Ο Όσιος πέρασε από εκεί, ακολουθώντας την Κοντοπορεία, και δίδαξε στο Ενόριο. Στο Βίο ο συγγραφέας τονίζει τον αγροτικό του χαρακτήρα. Είναι βέβαιο ότι το χωριό βρισκόταν στη θέση όπου περίπου βρίσκεται σήμερα, δηλαδή στη θέση όπου βρίσκεται το κάστρο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Όσιος, φεύγοντας από το Αγιονόρι πρίν φθάσει στην παρακείμενη κοιλάδα (όπου και έγινε θαύμα, περπατώντας στον αέρα), είχαν περάσει με το σύνοδό του κατωφερές έδαφος. Οι λίγοι κάτοικοι λοιπόν της Δραγατούρας φαίνεται πως είχαν ανέβει στο παρακείμενο βουνό, που δεσπόζει στην έξοδο της Κλεισούρας. Είναι πολύ πιθανό οι κάτοικοι να μετέφεραν τον οικισμό του βουνού και το όνομα Ενόριον, αν πράγματι ονομαζόταν έτσι ο οικισμός της Δραγατούρας. Όμως, όντας κατά τον 10ο αιώνα ο οικισμός του βουνού ένα κεφαλοχώρι, στο οποίο παρέμεινε και δίδαξε ο Νίκων, είναι αναγκαίο να υποθέσουμε ότι είχαν αποτραβηχτεί στο ορεινό αυτό μέρος και πολλοί κάτοικοι της Τενέας.

 Δεν είναι βέβαιο αν κατά την εποχή που πέρασε από το ‘Ενόριον’ ο Νίκων υπήρξαν σπίτια και στις βόρειες παρυφές της κοιλάδας, στο ανηφορικό έδαφος της θέσης ‘Φραντζή’, στους πρόποδες της Νυφίτσας, όπου υπήρξε η ομώνυμη πηγή και σώζονται τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας. Εκεί η παράδοση θέλει το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού και φαίνεται πως τούτο ισχύει για τον 12ο τουλάχιστο αιώνα, αν μάλιστα η πόλη Hadjiria, που ο Άραβας γεωγράφος Edrisi τοποθετεί στο δρόμο από Ναύπλιο προς Ισθμό (γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα), ταυτιστεί με το Αγιονόρι. Ερείπια σπιτιών υπάρχουν και στη θέση ‘Βορούλια’ στο νοτιοανατολικό τμήμα της κοιλάδας, κάτι που δείχνει ότι το Αγιονόρι είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μνεία του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, ότι, το 1205, αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ο Βονιφάτιος κατέλαβε την πόλη της Κορίνθου και πολιόρκησε τον Ακροκόρινθο, καθώς και τα κάστρα της διόδου, που οδηγούσε προς το Ναύπλιο. Πρόκειται για το κάστρο του Αγιονορίου, καθώς και για το φρούριο που είχε χτιστεί στην νότια βραχώδη κορυφή του βουνού Αμπιδίτσα, που έκλεινε την είσοδο της Κλεισούρας από το βορρά και οι κάτοικοι του Αγιονορίου ονομάζουν «Καστράκι». Σήμερα από το «Καστράκι» σώζεται ο κυκλικός πύργος, σε πολύ μικρό ύψος, κατασκευασμένος ίσως από την αρχαιότητα και γύρω του δυο ζώνες τείχους, σχεδόν στα θεμέλια, που φτιάχτηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το «Καστράκι» υψώνεται το παλαιό καθολικό της Μονής Φανερωμένης, 13ου αιώνα, με ενδιαφέρουσες βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Η μνεία του Νικήτα Χωνιάτη δείχνει με βεβαιότητα ότι στη θέση του σημερινού μικρού κάστρου του Αγιονορίου, υστεροβυζαντινών χρόνων, υπήρξε παλαιότερο κάστρο των κυρίως βυζαντινών χρόνων. Η κατάληψη του Αγιονορίου από τους Φράγκους μνημονεύεται και από το ‘Χρονικό του Μορέως’, που γράφτηκε περισσότερο από έναν αιώνα μετά τα γεγονότα. Εκεί αναφέρεται ότι, όταν ο Βονιφάτιος κατέλαβε την Κόρινθο, έστειλε αντιπροσωπείες στους κατοίκους, με αποτέλεσμα να υποταγεί ολόκληρη η περιοχή από τον Δαμαλά (Αρχαία Τροιζήνα) ως το ‘Άγιο Όρος’, όπως το ονομάζει. Τούτο δείχνει ότι οι δύο τελευταίοι οικισμοί ήταν από τους σπουδαιότερους στη Β. Αργολίδα και ανατολική Κορινθία.

 Δε γνωρίζουμε το μέγεθος του μεσοβυζαντινού κάστρου του Αγιονορίου, ούτε και πότε χτίστηκε. Όταν, το 970 μ.Χ., πέρασε ο όσιος Νίκων, δεν γνωρίζουμε άν το βουνό, όπου βρισκόταν πια το χωριό, είχε οχυρωθεί. Ξέρουμε μόνο ότι το σήμερα σωζόμενο μικρό υστεροβυζαντινό κάστρο, που συντηρήθηκε και αναπλάθηκε από την τοπική εφορεία Κορίνθου (έργο ΕΣΠΑ, πρώην 25η ΕΒΑ), ο λεγόμενος από τους κατοίκους «γουλάς», αποτελούσε τον «κουλά», δηλαδή την ακρόπολη του προηγούμενου μεσοβυζαντινού κάστρου. Επομένως υπήρξε και άλλη ευρύτερη ζώνη τείχους, που προστάτευε μέρος των ερειπίων γύρω από την κορυφή του βουνού, αλλά δεν γνωρίζουμε πόση ακριβώς επιφάνεια εκάλυπτε.

Γύρω από το μικρό κάστρο του βουνού υπάρχουν πυκνά ερείπια από εκκλησίες, από τις οποίες μόνο μία είναι ακόμη ακέραιη, εκείνη των ‘Αγίων Αναργύρων’, χτισμένη και εικονογραφημένη το 1325-1326. Έχουν εντοπιστεί 13 ή 14 από αυτές τις εκκλησίες, ερειπωμένες ή ημιερειπωμένες, και ερείπια σπιτιών ή άλλων κτισμάτων. Τα πιο εντυπωσιακά από τα ερείπια βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του βουνού, όπου συναντώνται σχεδόν όλα τα μεγαλιθικά κτήρια. Το πιό εντυπωσιακό απ’όλα είναι ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Μάρκου, κατασκευασμένος με τεράστιες πέτρες, κοντά στη ΒΔ γωνία του κάστρου, που σύμφωνα με τους καθηγητές Ν. Δρανδάκη και Β. Κατσαρό, μάλλον ανήκει στον 11ο αιώνα. Ανατολικότερα, στο βόρειο τμήμα του κάστρου σώζονται τα θεμέλια του μεγαλύτερου στην περιοχή βυζαντινόυ ναού (των χρόνων των Κομνηνών), διαστάσεων περίπου 7χ13 μ., που θεωρείται ότι αποτελούσε καθολικό Μονής. Την άποψη αυτή ενισχύουν σειρά δωματίων κτηρίου, επίσης μεγαλιθικού, που βρίσκεται ανατολικότερα της εκκλησίας, καθώς και τείχος που την περιβάλλει απ’ τον βορρά και τη δύση. Υπάρχουν στη βόρεια πλευρά του βουνού και θεμέλια άλλων μεγαλιθικών κτισμάτων, όπως και δύο εκκλησιών, του ‘Αγιάννη ψηλού’, βορειότερα του παραπάνω συγκροτήματος και του ‘Αγιάννη Σκουφίτσα΄, ακόμη βορειότερα, δυτικότερα από το οποίο υπάρχουν ερείπια σε σχήμα «Π», μάλλον κατάλοιπα άλλου μοναστηριού. Οι δύο τελευταίες εκκλησίες σώζονταν ώς πρόσφατα και χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, μάλλον λίγο πρίν την άφιξη των Φράγκων.

Στις άλλες πλευρές του υψώματος, που είναι πιο ομαλές, (ιδίως η νότια, αλλά και η δυτική και ανατολική, όπου ο ναός των ‘Αγ. Αναργύρων’) χτίστηκε ο κυρίως οικισμός, γύρω από το ‘γουλά’. Στη νότια πλευρά, κοντά ή πολύ κοντά στον ‘γουλά’ υπάρχουν τα θεμέλια ή ερείπια τριών ναών, από τα οποία εκείνα του ‘Αγίου Γεωργίου’ σώζονται σε μεγάλο ύψος (σώζεται και τμήμα της αψίδας). Είναι παλαιολόγειων χρόνων και κατασκευάστηκε λίγο πρίν το ναό των ‘Αγίων Αναργύρων’. Φαίνεται πως απ’ αυτή την πλευρά, τα μνημεία είναι μεταγενέστερα από εκείνα της βορεινής. Γενικά όλα τα ερείπια, κάστρο, εκκλησίες, τοίχοι, κ.λπ., δίνουν την εντύπωση ότι συμβάλλουν στην οχυρότητα της θέσης. 


Στις αρχές της Τουρκοκρατίας ιδρύθηκε και το Στεφάνι (ίσως από κατοίκους του Αγίου Βασιλείου), οικισμός που άκμασε κατά τους επόμενους αιώνες, όπως δείχνουν τα μεταβυζαντινά του μνημεία με σπουδαιότερα τον ‘Άγιο Ταξιάρχη’ με τοιχογραφίες του 1565 του Θεοδόσιου Κακαβά, τον ‘Άγιο Αθανάσιο’ και την ‘Παναγία’ στο κέντρο του χωριού που εικονογραφήθηκε το 1694 από τον ιερέα Ιωάννη Ρίτζη. Ο ‘Άγιος Ταξιάρχης’ αποτέλεσε και καθολικό Μονής, που αργότερα μεταφέρθηκε στο μετόχι του ‘Αγίου Δημητρίου’, σε μικρή απόσταση νότια του Στεφανίου. Η μονή του ‘Αγίου Δημητρίου’ άκμασε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και επιβιώνει ως σήμερα, ανανεωμένη. Αγιονόρι και Στεφάνι αποτέλεσαν τους δύο ακμαίους οικισμούς, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας, όπου ζούσαν τουλάχιστο τα ¾ του πληθυσμού του τ. Δήμου Τενέας. Το Αγιονόρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της παραπάνω περιοχής και εξηγείται η μεγάλη του ακμή κατά την κυρίως βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν ο μόνος ορεινός οικισμός (με τις γειτονιές του, στις παρυφές της κοιλάδας και τον μικρό οικισμό ‘Μπρός χώρα’, νοτιότερα, κοντά στο δρόμο προς τις Λίμνες).

https://goo.gl/maps/vkSQ5MKcjZpboKFj8

Σήμερα, το Αγιονόρι και η περιοχή γύρω του αποτελεί ελκυστικό τόπο για τον επισκέπτη. Πρίν φθάσει κανείς στην Κλεισούρα, μπορεί από το Χιλιομόδι να κατευθυνθεί ανατολικά και να επισκεφθεί τη νέα ‘Μονή Φανερωμένης’, όπου και η μικρή μεταβυζαντινή εκκλησία της ‘Αγίας Μαρίνας’, εικονογραφημένη από τον Δημήτριο Κακαβά το έτος 1607, και, λίγο νοτιότερα, το παλιό βυζαντινό καθολικό της Μονής, όπου ανασκαφές έχουν αποκαλύψει και μεγάλο μέρος των βοηθητικών χώρων του μοναστηριού. Από το Χιλιομόδι, μπορεί να επισκεφθεί το χώρο που εκτείνεται ώς την Κλένια όπου βρισκόταν η αρχαία Τενέα, που σιγά – σιγά αποκαλύπτεται από τις ανασκαφές που, καθώς αναφέραμε γίνοται εκεί. Από την Κλένια, γνωστή τελευταία από τους δίδυμους Κούρους της Τενέας, που βρέθηκαν στο έδαφός της, μπορεί να κατευθυνθεί δυτικά, φθάνοντας στο βυζαντινό ναό του ‘Αγίου Νικολάου’, κοντά στο χωριό, καλοχτισμένο μνημείο, όπου σώζονται ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και στη συνέχεια στον ομώνυμο μεταβυζαντινό ναό (σήμερα Αγ. Παντελεήμονος) σε μικρό πρόβουνο της ‘Νυφίτσας’, με εξαιρετική θέα. Ο ναός εικονογραφήθηκε το 1593 από τον Μαρίνο Κακαβά σε συνεργασία με τον αδερφό του Δημήτριο. Βγαίνοντας από την Κλένια στην πλαγιά, νοτιότερα, όπου η ‘Πάνω Κλένια’ υψώνεται η ‘Παναγία η Μουσκουφίτσα’ (έτος 1801), όπου έγινε η «μάχη της Κλένιας», μετά την μεγάλη καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι.

Μπαίνοντας στην Κλεισούρα ο επισκέπτης θα δεί το μεγάλο βράχο, όπου βρίσκεται το ‘Καστράκι’, στην κορυφή του βουνού ‘Αμπιδίτσα’, και περνώντας από το στενό τμήμα, όπου το βυζαντινό κάστρο, θα καταλάβει τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Δράμαλης, αφού ακόμη και γυναίκες από το Αγιονόρι κυλούσαν πέτρες, όταν ο στρατός του άρχισε να περνάει από το στενό. Στην κορυφή του βουνού το σύνολο των ερειπίων του είναι, όπως είδαμε, πολύ ενδιαφέρων, που σε συνδυασμό με το όνομά του, κάνει το Αγιονόρι πράγματι μοναδικό. Σ’αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα μεταβυζαντινά του μνημεία (κυρίως της ‘Παναγίας’ στο κέντρο του χωριού και του Αγίου Αθανασίου), σε συνδυασμό με εκείνα του Στεφανίου (στο τελευταίο υπάρχει και το παλιό αστεροσκοπείο), αλλά και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, σε όσα σπίτια απέμειναν όπως και τα εκθέματα στο σχολείο του Στεφανίου από τον εκεί δραστήριο Πολιτιστικό Σύλλογο. Σε όλα αυτά συνέβαλε ο δήμος και βέβαια η αρχαιολογική εφορία που αποκατέστησε το κάστρο του Αγιονορίου και έρχεται αρωγός στις πολιτιστικές προσπάθειες.

Τελειώνοντας σημειώνουμε ότι η πρόσβαση στον ευρύτερο χώρο είναι πολύ εύκολη (δρόμος ασφαλτοστρωμένος και ύπαρξη ταβερνών και ανέσεων), ώστε ο επισκέπτης να απολαμβάνει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, σε μικρό σχετικά χρόνο, αφού η απόσταση από την Κόρινθο είναι γύρω στη μισή ώρα.  


https://stephanion.gr/epanastasi.htm



Τα Στενά του Δράμαλη

Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του χρονικού της Ελληνικής Επανάστασης είναι αναμφίβολα η καταστροφή της στρατιάς του Μαχμούτ Πασά "Δράμαλη", που διαδραματίστηκε στα στενά του Δερβενακίου, του Άγίου Σώστη και στην περιοχή Στεφάνι - Κλεισούρα Αγιονορίου το τριήμερο 26-28 Ιουλίου 1822. Αν και τη γενική εποπτεία για την αντιμετώπιση της τούρκικης στρατιάς είχε ο Κολοκοτρώνης, το βάρος αυτής της αναμέτρησης επωμίσθηκαν ο Νικηταράς, ο Δημήτρης Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Κολιόπουλος και άλλοι οπλαρχηγοί ο καθένας από τους οποίους κινήθηκε σύμφωνα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις.

Είχε προηγηθεί η κάθοδος του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, επικεφαλής 35.000 στρατού νικηφόρου που είχε δαμάσει τον αδάμαστο Αλή των Ιωαννίνων. Ο στρατός αυτός είχε φτάσει από τα Γιάννενα και τη Λάρισα μέχρι το Άργος σχεδόν ανενόχλητος, δημιουργώντας πανικό στους κατοίκους της Κορινθίας και της Αργολίδας που κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Όταν ο Δράμαλης εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Άργος, είχε περίπου 10-12 χιλιάδες άνδρες κάτω από την άμεση διοίκησή του, και οι μισοί από αυτούς ήταν ιππείς. Το ερειπωμένο όμως κάστρο του Άργους είχε καταλάβει σώμα εθελοντών του Μανιάτη πολεμιστή Καρίγιαννη, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν βοήθεια από τον Δημήτρη Υψηλάντη. Κατά την πολιορκία που ακολούθησε, ο Δράμαλης δεν κατόρθωσε να κυριέψει το φρούριο και ο στρατός του υποχρεώθηκε να ζήσει δυο περίπου εβδομάδες στο κάμπο του Άργους υποφέροντας από παντελής έλλειψη δυνατότητας ανεφοδιασμού, αφού οι Έλληνες είχαν κάψει τα πάντα στον Αργολικό κάμπο και τα πηγάδια είχαν στερέψει λόγω της ξηρασίας του καλοκαιριού. Αυτή η έλλειψη τροφίμων και κυρίως νερού για άντρες και ζώα οδήγησε τελικά στην αναγκαστική υποχώρηση του στρατού προς την Κόρινθο.



Ο Νικήτας Σταματελόπουλος "Νικηταράς" - η συμβολή του στην συντριβή του Δράμαλη υπήρξε καταλυτική


Εν το μεταξύ στο Στεφάνι είχε συγκεντρωθεί ένας σημαντικός αριθμός οπλαρχηγών με την ακολουθία τους, από τους οποίους θα αναδειχνόταν πρωταγωνιστής ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς. Όπως μας διηγείται ο Δημήτρης Κριεζής, οπλαρχηγός στη μάχη του Αγίου Σώστη και του Αγιονορίου, στο έργο του "Επανόρθωσις εσφαλένων τινών εκ των Απομνημονευμάτων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Φωτάκου πρώτου υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (σελ.53-65), ο Νικηταράς είχε σπεύσει στην Πελοπόννησο από την ανατολική στερεά Ελλάδα όπου βρισκόταν με τον Οδυσσέα Ανδρούτσου, 3-4 ημέρες μετά την εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Τοποθετήθηκε με τους 100 περίπου άντρες του και τον οπλαρχηγό Χατζηχρήστο που είχε ακολουθία 20-30 άντρες στο Στεφάνι και το Αγιονόρι. Ειδοποίησε τους Έλληνες που είχαν καταφύγει από το Άργος στους Μύλους και το Κεφαλάρι του Άργους, ότι βρισκόταν στο Στεφάνι και ζήτησε να ενισχυθεί η θέση αυτή με ισχυρό σώμα στρατιωτών. Κατά την τοπική παράδοση ο Νικηταράς εγκατέστησε το αρχηγείο του στο σπίτι του "Φέκα", όπου έγιναν και οι συνελεύσεις με τους άλλους οπλαρχηγούς.


Το σπίτι του "Φέκα" -αρχηγείο του Νικηταρά και των άλλων οπλαρχηγών


Στο Στεφάνι είχαν φτάσει και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, γνωστός ως Παπαφλέσσας, μαζί με τον αδερφό του Νικήτα Φλέσσα και σώμα 400 στρατιωτών, άντρες από την περιοχή Λεονταρίου. Έτσι ο αριθμός των αντρών στο Στεφάνι, μαζί με "εκ των πέριξ χωρίων συμποσούμενοι άπαντες" έφτασε τους 800 περίπου άντρες κατά την επιθεώρηση που έγινε πριν την μάχη στο Άγιο Σώστη. Την ημέρα της μάχης έφτασε και ο Δημήτρης Υψηλάντης με 50 στρατιώτες από το Άργος.

Η φύλαξη της οχυρής θέσης του Στεφανίου έγινε προφανώς επειδή από τις γύρω βουνοκορφές του Στεφανίου ήταν εφικτή η παρακολούθηση του αργολικού κάμπου και ως εκ τούτου οι κινήσεις των Τούρκων καθώς και η επικοινωνία με τους άλλους Έλληνες. Επιπλέον η σχετικά κοντινή απόσταση προς τα περάσματα από την Αργολίδα προς την Κορινθία θα επέτρεπε την γρήγορη μετακίνηση των στρατευμάτων των Ελλήνων οπλαρχηγών είτε προς Δυσμάς (στενά του Δερβενακίου και Άγιου Σώστη) είτε προς Ανατολάς (Κοντοπορεία/Κλεισούρα Αγιονορίου).

Ο Νικηταράς είχε τοποθετήσει "επί τινος βουνού προς την Αργολίδα", δηλαδή την "μικρή" Ψηλή Ράχη απέναντι από το Στεφάνι, σκοπιά για να παρακολουθήσει τις κινήσεις των Τούρκων στο Αργολικό κάμπο. Ο Παπαφλέσσας, όπως μας διηγείται ο Κριεζής, άλλαξε την θέση της σκοπιάς αυτής και τους τοποθέτησε "επί της κορυφής ενός βουνού άνωθεν προς Ανατολάς των Μυκηνών άφ' ής έβλεπαν όλην την πεδιάδα της Αργολίδο-Ναυπλίας και επεσκόπει τα κινήματα του εχθρού από όπου έβλεπαν όλη την πεδιάδα της Αργολιδο-Ναυπλίας". Το πιο πιθανών είναι να πρόκειται για την κορυφή του Προφήτη Ηλία του Στεφανίου, από όπου η θέα είναι πανοραμική προς το Νότο και η οπτική επαφή με το Στεφάνι αλλά και με το Αγιονόρι δεδομένη.



Θέα από το Προφήτη Ηλία. Αριστερά διακρίνεται το Ναύπλιο. δεξιά ο αργολικός κάμπος και το Άργος


Η σκοπιά αυτή κατά τις 13:00 ώρα το μεσημέρι της 26. Ιουλίου ειδοποίησε τους Έλληνες στο Στεφάνι και Αγιονόρι "δια καπνών" ότι οι Τούρκοι βάδιζαν προς το Δερβενάκι. Μια ώρα αργότερα τα στρατεύματα του στρατοπέδου του Στεφανίου και Αγιονορίου ξεκίνησαν για τα Δερβενάκια.

Την ίδια ώρα περίπου η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έφτασε στο νότιο στενό του Δερβενακίου. Οι Έλληνες του Αντώνη Κολοκοτρώνη, κρυμμένοι αθέατοι στη πλαγιά του Αγριλόβουνου, τους άφησαν να προχωρήσουν ανενόχλητους. Μόλις μετά από μιάμιση ώρα επιτέθηκαν ξαφνικά. Αιφνιδιασμένοι η εμπροσθοφυλακή έσπευσε να ξεφύγει προς το στενό του Αγ. Σώστη που ακόμη δεν είχε πιαστεί από τον Νικηταρά και τους Φλεσσαίους. Στο διάσελο του "Ανεμόμυλου" "έγινε πολύς σκοτωμός".
Όσοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν έφτασαν στον Αγ. Σωστή και από εκεί σώθηκαν στην πεδιάδα της Κουρτέσας. Το κύριο σώμα του στρατού στράφηκε προς το στενό του Άγ. Σώστη που ήταν ακόμα αφύλακτο από τον Νικηταρά. Έτσι αρκετός αριθμός πεζών και ιππέων πέρασε ανενόχλητος στην πεδιάδα της Κουρτέσας.(2)

Εν το μεταξύ τα σώματα του Νικηταρά, των Φλεσσαίων και των άλλων οπλαρχηγών, φτάνοντας στο "αρχαιοτάτου υδραγωγείο των Μυκηνών", στην κοιλάδα του Κεφαλαρίου, έμαθαν από έναν τσοπάνη ότι η Τούρκοι από το Δερβενάκι οπισθοχωρούσαν. Η πληροφορία αυτή προκάλεσε σύγχυση, καθώς ο τσοπάνης δεν ήταν σε θέση να πει εάν οι Τούρκοι βάδιζαν τώρα προς το Άργος ή το Ναύπλιο ή αν κατευθύνονταν προς το στενό του Αγ. Σώστη. Έτσι ο Νικηταράς και οι υπόλοιποι έχασαν πολύτιμο χρόνο στο σημείο αυτό, μη ξέροντας τη να κάνουν.

Μόνο όταν άρχισαν να ακουστούν οι πυροβολισμοί από την κατεύθυνση του Δερβενακίου, έσπευσαν προς το μέρος εκείνο ανεβαίνοντας στη ράχη του Τρίκορφου. Φτάνοντας στην κορυφή, είδαν "παρά τα ριζώματα των βουνών του Δερβενακίου προς την Αργολίδα πυροβολισμούς πολλούς, προερχομένους, ως κατόπιν εμάθομεν, από τα διάφορα εκει στρατιωτικά σώματα του Αντώνη Κολοκοτρώνη". Από κάτω τους, το δασώδης στενό που οδηγούσε από την Αργολίδα προς το Αγ. Σώστη και το διάσελο του Ανεμόμυλου, ήταν γεμάτο Τούρκους που βάδιζαν προς την Κουρτέσα.

Και τότε σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των απομνημονεύματογράφων, έγινε κυριολεκτικά σφαγή των Τούρκων που κράτησε πέρα από την Δύση του ήλιου. Ο Φωτάκος μας διηγείται: " έγεινεν ο μεγαλύτερος σκοτωμός. Ο τουφεκισμός εδιήρκεσεν μιάν ημισύ ώραν, και επειδή ενύκτωσεν και δεν έβλεπαν πλέον, έρριχναν εις τον σωρόν...Το μέρος ήτο πολύ κατήφορον και εκυλούσαν τα ζώα και οι άνθρωποι ζωντανοί και σκοτωμένοι...και εγέμισε το ρέμα ο ένας ήτο τότε πλακωμένος από τον άλλον, από τα ζώα και από τα φορτώματα..." Γύρω στις 2.500 με 3.000 πρέπει να υπολογιστούν οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες την ημέρα εκείνη.

Η τρομερή καταστροφή ανάγκασε τον Δράμαλη να εγκαταλείψει την προσπάθειά του και να οπισθοχωρήσει μαζί με το υπόλοιπο μέρος του στρατού του στην Γλυκειά (Τύρινθα).

Οι Έλληνες προχώρησαν μετά την μάχη στην λεηλασία των πλούσιων λαφύρων. Άλογα, Μουλάρια, μερικές καμήλες, όπλα και άφθονο χρυσάφι φορτώθηκαν και πήραν το δρόμο για το Στεφάνι, κατά την επιστροφή των σωμάτων του Νικηταρά, των Φλεσσαίων και των άλλων οπλαρχηγών στο στρατόπεδο. Την επόμενη ημέρα, μοίρασαν τα λάφυρα και όπως μας διηγείται ο Κριεζής "γυναίκες των χωριών Στεφανίου και Αγιονορίου" βρήκαν "εντός των ρευμάτων και του δάσους της οδού του Αγίου Σώστη (...) πλουσίαν μερίδα λαφύρων". Η λαφυραγωγία βέβαια οδήγησε πολλούς Έλληνες να παρατήσουν τον αγώνα και να διασκορπιστούν "ασχολούμενοι είς απόκρυψιν, εξασφάλισι, καταγραφάς των λαφύρων των, διανομάς και έριδας, και ώς μεθυσμένοι διατελούντες καθ' όλην την 27 και 28, ουδεις πλεόν υπήκουεν" (3). Το σώμα του Νικηταρά και των άλλων οπλαρχηγών είχε συρρικνωθεί σε 500 περίπου άντρες.

Η στρατιά του Δράμαλη αφού διανυκτέρευσε στη Γλυκειά, αποφάσισε τα χαράματα τις 28. Ιουλίου, να προχωρήσει στην δεύτερη προσπάθεια καταφυγής στην Κόρινθο, αυτή την φορά δια μέσου του ανατολικού περάσματος, της Κοντοπορείας, δηλαδή του στενού που ακολουθεί αρχικά την χαράδρα του Μπερματίου, ανεβαίνει στο οροπέδιο ανάμεσα στο Στεφάνι και το Αγιονόρι και στην συνέχεια κατεβαίνει προς την Κλένια μέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου. Ένα πέρασμα ιδιαίτερα δύσβατο και επικίνδυνο λόγου του εδάφους. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το λόγο για τον οποίο ο Δράμαλης αντί να συνεχίσει προς το Αγιονόρι πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο Στεφάνι και από εκεί στον Αγ. Βασίλειο. Η πρώτη είναι ότι ο Δράμαλης είχε σχέδιο να χτυπήσει την δύναμη του Νικηταρά που βρισκόταν στο Στεφάνι και ήταν πιο απομονωμένη. Η δεύτερη είναι πιο πρακτικής φύσης: Καταπονεμένοι και διψασμένοι καθώς ήταν οι Τούρκοι και τα ζώα τους θέλησαν να ξεδιψάσουν στα πηγάδια του Στεφανίου (1) και έτσι στράφηκαν, κατά την άνοδο τους προς το χωριό. Την μικρή κοιλάδα του Στεφανίου διέτρεχαν παλιά ακόμα και το καλοκαίρι νερά. Μην έχοντας μεγάλες ελπίδες να βρει παρακάτω νερό ο Δράμαλης πήρε την απόφαση να διεκδικήσει νερό στο Στεφάνι.



Το Τουρκογέφυρο πάνω από το ρέμα του Ταξιάρχη, δεξιά το ύψωμα του Λάκκου, αριστερά η πορεία που ακολούθησε η στρατιά του Δράμαλη

Οι Έλληνες οπλαρχηγοί που από το Στεφάνι παρακολουθούσαν την πορεία των Τούρκων, αποφάσισαν να κατέβουν από τα υψώματα του Στεφανίου προς το Μπερμπάτι προκειμένου να προλάβουν τους Τούρκους πριν ανέβουν στο ανοιχτό έδαφος της κοιλάδας (όπου θα έχαναν κάθε πλεονέκτημα γιατί οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά) και χωρίστηκαν σε δύο σώματα, το σώμα του Νικηταρά προς Στεφάνι και το σώμα των άλλων οπλαρχηγών προς Αγιονόρι, για να τους χτυπήσουν από τις δύο μεριές. Όπως διηγείται ο ίδιος ο Νικηταράς: "Από το Στεφάνι αγναντεύουμε τους Τούρκους εις την Γλυκειά (...). Είδαμε ότι ο Δράμαλης εκίνησε από την Γλυκειά να περάσει από το Μπερμπάτι Αγιονόρι να παέι στη Κόρθο. Ημείς κατεβήκαμε από του Μπερμπάτι αποπάνου στον δρόμο αλλά τους μισούς τους έστειλα από άλλο δρόμον."(1)

Η σύγκρουση έγινε κατά την τοπική παράδοση στην τοποθεσία "Μεγαμνό", ύψωμα λίγο νοτιότερα του Στεφανίου. Ο Κριεζής διηγείται ότι η μάχη αυτή κράτησε περίπου μία ώρα, και αν και ο Νικηταράς αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς του Στεφάνι μπροστά στον όγκο του τούρκικου στρατού, χάνοντας αρκετούς άντρες, κατάφερε να επικρατήσει "ψυχολογικά", αφού οι πλειοψηφία των Τούρκων λόγω της εξάντλησης και της πανωλεθρίας που είχαν υποστεί τις τελευταίες ημέρες, δεν άντεξαν. Η τάξη του στρατεύματος τους διαλύθηκε και ιππείς και πεζοί άρχισαν να κατευθύνονται ΒΑ προς την Κλεισούρα του Αγιονορίου αναζητώντας την διαφυγή. Το σώμα του Νικηταρά καταδίωξε το στρατό μέχρι την Κλεισούρα του Αγιονορίου πυροβολώντας το από επίκαιρες θέσεις, και με το σώμα των Φλεσσαίων να πυροβολάει από την μεριά του Αγιονορίου, ο κλοιός έσφιξε στην Κλεισούρα. Και εκεί: "Συνωθούμενοι και καταπατούμενοι τις να προσπεράση τον άλλον δεν ήσαν εις κατάστασιν πλην ολίγων τινών πεζών, τα πλάγια του σμήνους παρακολουθόντων, να πυροβολίσι κατά των ημετέρων". Στην Κλεισούρα του Αγιονορίου, απότομη χαράδρα που ήταν πέρασμα "στενό, κατωφερής και εις μέρη λιθόστρωτος και ολισθυρό, εν τάυτω δε ήτο επίτηδες εσκαμμένη και διακεκομμένη υπό των ημετέρων", μετά δυσκολίας και κινδύνου μπορούσε να περάσει κανείς έφιππος ή και πεζός. Λόγω του πανικού τους, πολλοί Τούρκοι "κατέπεσαν εις τα ρεύματα και εις τους βράχους (...) έφιπποι, πεζοί και φορτηγά ζώα και εφονεύθησαν". Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν περίπου 600 Τούρκοι (2), ενώ οι απώλειες του σώματος του Νικηταρά έφτασαν τους 20 (1).

Η φθορά των Τούρκων από την κοιλάδα μέχρι και το κάτω μέρος της Κλεισούρας θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερη, όπως διηγείται ο Κριεζής, αλλά οι Έλληνες έπεσαν στα λάφυρα και ειδικά στα ζώα, και ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν και να κυνηγήσουν τους Τούρκους στην Κλεισούρα. Όπως διηγείται ο Νικηταράς: "Με τες πλάκες εμπόδιζα τους Έλληνες να μη κάμουν λάφυρα, αλλά να πάμε κατόπιν των Τούρκων." Έτσι όσοι Τούρκοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τους Έλληνες στο Μεγαμνό και από τα συντονισμένα πυρά των Φλεσσαίων και Νικηταρά και στη συνέχεια να περάσουν το πέρασμα της Κλεισούρας χωρίς να γκρεμοτσακιστούν, σώθηκαν. Μαζί τους και ο Δράμαλης. Η συντριβή της στρατιάς του είχε όμως ολοκληρωθεί. Οι απώλειες των Τούρκων στις τρεις αυτές αναμετρήσεις υπολογίζονται από τον Φωτάκο σε 5.000. Ο Δράμαλης αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Κόρινθο, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες να σπάσει τον κλοιό των Ελλήνων που τον είχαν αποκόψει από το υπόλοιπο της Πελοποννήσου και τη Στερεά Ελλάδα.


(1) Πηγή: Δημήτρης Σταμέλος, "Νικηταράς, Πρότυπο Παλικαριάς και Αρετής", Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 2001

(2) Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ΙΒ Τόμος

(3) Πηγή: Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας,Α'

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου