Ενας αρχιτέκτονας στη Σπάρτη του 2016
Μπελαβίλας Νίκος
Δεν υπάρχει παιδί του δημοτικού σχολείου που να μην γνωρίζει την ιστορία της Σπάρτης και του βασιλέα της Λεωνίδα, της πόλης καταμεσής του κάμπου με τις ελιές και τις πορτοκαλιές, με τον Ταΰγετο και τον Ευρώτα δίπλα της. Παρ' ότι, όμως, την αρχαία ιστορία της Σπάρτης λίγο - πολύ τη μάθαμε όλοι στο σχολείο, λίγοι από όσους διαβάζουν αυτό το άρθρο είδαν ποτέ τους τα ερείπια των ναών, του θεάτρου, τον αρχαιολογικό χώρο στον βόρειο λόφο της πόλης ή επισκέφθηκαν τα μουσεία της. Ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν τι συνέβη στη Λακωνία, στους χιλιάδες χρόνους που μεσολάβησαν, από τους Περσικούς και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ώς τη σύγχρονη εποχή. Συμβαίνει εδώ ό,τι κι αλλού, με την ιστορία του τόπου μας, ωσάν οι πόλεις να εκτοξεύτηκαν από τον χρυσό αιώνα της αρχαιότητάς τους στον 21ο αιώνα, χωρίς στο μεταξύ να υπήρξε οτιδήποτε άξιο λόγου.
Η νέα Σπάρτη, αυτή που βλέπουμε σήμερα, δημιούργημα της αρχαιολατρίας και του εκσυγχρονιστικού πνεύματος των Βαυαρών, αναπτύχθηκε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο κοντινός της ρημαγμένος Μυστράς, δημιούργημα της φράγκικης κατάκτησης του Μωριά, της παρακμής του Βυζαντίου και της μακράς οθωμανικής περιόδου, σταδιακά εγκαταλείφθηκε για να μετατραπεί σε σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, με λαμπρή τη βυζαντινή ταυτότητα των δύο αιώνων της ιστορίας του, αλλά επιμελώς σκιασμένη την αρχική φράγκικη περίοδό του, όπως και τη μεταγενέστερη των πέντε αιώνων που ακολούθησαν υπό τουρκική και βενετσιάνικη κυριαρχία. Άλλη μία ελληνική συνήθεια∙ η επί δύο αιώνες εθνοκάθαρση των ελληνικών αρχαιοτήτων από τις επιβλαβείς ξένες τους προσμείξεις. Πρακτική η οποία ευτυχώς υποχωρεί. Η ίδια η Σπάρτη δεν διαθέτει ούτε εκείνη την εικονοποιημένη, ελκυστική για μικρούς και μεγάλους, ιστορία των αναστηλωμένων παλατιών, οχυρώσεων και εκκλησιών του Μυστρά.
Οι ευρείς δρόμοι, οι πλατείες του νεοκλασικού της σχεδίου, τα λαϊκά ή τα πιο περίτεχνα αστικά αλλά επαρχιακά σπίτια, τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, οι πολυκατοικίες της μεταπολεμικής εποχής διαμορφώνουν το σημερινό αστικό τοπίο. Ο κεντρικός δρόμος, άλλοτε σχεδιασμένος ως βουλεβάρτο, πνιγμένος τώρα από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, και η κεντρική πλατεία με τις τοξωτές πλευρικές της στοές, είναι ό,τι πιο συμπαθητικό μπορεί να βρει κανείς σουλατσάροντας στο κέντρο της σύγχρονης Σπάρτης. Κάπως κρυμμένα από το κέντρο, όχι για τα μάτια των περαστικών, αλλά για αυτούς που τα αναζητούν και δεν βολεύονται με εύκολες αφηγήσεις, βρίσκονται δύο καλά μουσεία, το μικρό παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, του 1874-76, και το μουσείο της Ελιάς, που ιδρύθηκε το 2003 στο κτήριο της παλαιάς Ηλεκτρικής Εταιρείας.
Στην είσοδο της πόλης, πίσω από τον λόφο με τις αρχαιότητες, αρκετά κοντά στο ποτάμι, ορθώνεται ένα ερείπιο. Ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, σε μια απλωσιά τριγυρισμένη από τις ανασκαφές, τους ελαιώνες αλλά και από τις γιγαντιαίες πινακίδες των μαγαζιών του εθνικού δρόμου.
Συνεχίζοντας το παιχνίδι της άγνοιας και της γνώσης, είναι σίγουρο ότι λίγοι από τους αναγνώστες γνωρίζουν το όνομα του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, που έκτισε αυτό το κτήριο το 1959. O Ζενέτος έχτισε στα χρόνια του '60 και του '70 πολλά εργοστάσια. Ήταν ένας πρωτοποριακός τεχνικός νους, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να γίνουν γνωστά οι σπουδαίες ιδέες και τα έργα του, όπως η "ηλεκτρονική πολεοδομία" του 1962 ή το "στρογγυλό σχολείο" του 1972-4 στο Μπραχάμι. Ένας φωτισμένος αρχιτέκτονας, που η σκέψη του προηγείτο κατά μία εποχή της εποχής του. Αυτός λοιπόν ο αρχιτέκτονας σχεδίασε μεταξύ άλλων σχεδόν όλες τις βιομηχανικές μονάδες της εταιρείας Φιξ στην Ελλάδα, το κεντρικό συγκρότημα της λεωφόρου Συγγρού στην Αθήνα αλλά και το μικρό άγνωστο ερείπιο της Σπάρτης. Ήταν ένα εργοστάσιο της ΧΥΜΟΦΙΞ, επεξεργασίας της αγροτικής παραγωγής των πορτοκαλιών του κάμπου της Λακωνίας. Τα χρόνια πέρασαν και το εργοστάσιο έκλεισε.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '90, στη Σπάρτη ξεκίνησε η προσπάθεια για να κτιστεί το νέο αρχαιολογικό της μουσείο. Η τοπική κοινωνία κατέληξε να επιλέξει για τη χωροθέτησή του, εκείνη την αλάνα, σε άμεση σχέση με τις ανασκαφές αλλά και με τον Ευρώτα, στο έμπα της πόλης. Οι αρχαιολόγοι και οι αρχιτέκτονες πρότειναν -και πολύ καλά έκαναν- να μην εξαφανιστεί το βιομηχανικό κτήριο του Ζενέτου αλλά να ενταχθεί στο νέο μουσείο. Ό,τι κάνει όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Το υπουργείο Πολιτισμού δέχθηκε την πρόταση και η Περιφέρεια Πελοποννήσου ανέλαβε να κατασκευάσει το έργο. Ώς εδώ τα πράγματα έβαιναν ομαλά. Ώσπου η διοίκηση της περιφέρειας, προ oλίγων μηνών, έκρινε ότι το διατηρητέο βιομηχανικό κτήριο ενοχλούσε την ανέγερση του νέου μουσείου. Δεν ενοχλούσε τους ειδικούς, τους τοπικούς αρχιτέκτονες που χρόνια αγωνίζονται για την κατασκευή του μουσείου, ούτε την αρχαιολογική υπηρεσία, η οποία το ανακήρυξε διατηρητέο τεχνικό μνημείο της νεώτερης εποχής, ενοχλούσε όμως την περιφερειακή πολιτική ηγεσία. Οι λόγοι είναι ακατανόητοι. Έχουν πιθανόν σχέση με τις ιδεοληψίες σύμφωνα με τις οποίες ό,τι άλλο εκτός του (σύγχρονου) ανδριάντα του Λεωνίδα δεν αναγνωρίζεται εύκολα ως ιστορικό μνημείο. Ωσάν ο κύκλος των μνημείων να τελειώνει με τα αρχαία μάρμαρα, τις απομιμήσεις τους, άντε και την πορφύρα των Παλαιολόγων.
Ίσως να είναι τα ήθη των εύκολων εργολαβιών, καθώς η προσεκτική αποκατάσταση ενός διατηρητέου κτηρίου θεωρείται μπελάς στην πιάτσα, συγκρινόμενη με την ευκολία και τη χρυσή κερδοφορία των χιλιάδων κυβικών μέτρων εκσκαφών και κατασκευών μπετόν - αρμέ που εξασφαλίζει ένα νέο μεγάλο κτήριο.
Η Περιφέρεια Πελοποννήσου ζήτησε από το υπουργείο Πολιτισμού να αποχαρακτηρίσει το μικρό εργοστάσιο και να το κατεδαφίσει, αλλιώς δεν χτίζει το μουσείο! Τα δύο κορυφαία συμβούλια μνημείων, το ΚΑΣ και το ΚΣΝΜ, απάντησαν. Το βιομηχανικό κτήριο του Ζενέτου είναι και παραμένει διατηρητέο μνημείο. Το αρχαιολογικό μουσείο μπορεί να χτιστεί συνδυάζοντας όλη τη στρωματογραφία της σπαρτιάτικης ιστορίας, την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, το τοπίο των παραγωγικών καλλιεργειών της ελιάς και των εσπεριδοειδών, του ποταμού, τη νεοκλασική Σπάρτη και τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση, τη σύγχρονη πόλη του 21ου αιώνα. Ένα καλό μάθημα ιστορίας απέναντι σε ανιστόρητες ιδεοληψίες. Αλλά και μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το μέλλον της όμορφης επαρχιακής πόλης, η οποία αναζητά την ταυτότητά της αιωρούμενη στο τεράστιο ιστορικό κενό, μεταξύ της εποχής του Λεωνίδα και του 2016. Καλή χρονιά!
*Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει πολεοδομία και ιστορία της πόλης στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ
Μπελαβίλας Νίκος
Δεν υπάρχει παιδί του δημοτικού σχολείου που να μην γνωρίζει την ιστορία της Σπάρτης και του βασιλέα της Λεωνίδα, της πόλης καταμεσής του κάμπου με τις ελιές και τις πορτοκαλιές, με τον Ταΰγετο και τον Ευρώτα δίπλα της. Παρ' ότι, όμως, την αρχαία ιστορία της Σπάρτης λίγο - πολύ τη μάθαμε όλοι στο σχολείο, λίγοι από όσους διαβάζουν αυτό το άρθρο είδαν ποτέ τους τα ερείπια των ναών, του θεάτρου, τον αρχαιολογικό χώρο στον βόρειο λόφο της πόλης ή επισκέφθηκαν τα μουσεία της. Ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν τι συνέβη στη Λακωνία, στους χιλιάδες χρόνους που μεσολάβησαν, από τους Περσικούς και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ώς τη σύγχρονη εποχή. Συμβαίνει εδώ ό,τι κι αλλού, με την ιστορία του τόπου μας, ωσάν οι πόλεις να εκτοξεύτηκαν από τον χρυσό αιώνα της αρχαιότητάς τους στον 21ο αιώνα, χωρίς στο μεταξύ να υπήρξε οτιδήποτε άξιο λόγου.
Η νέα Σπάρτη, αυτή που βλέπουμε σήμερα, δημιούργημα της αρχαιολατρίας και του εκσυγχρονιστικού πνεύματος των Βαυαρών, αναπτύχθηκε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ο κοντινός της ρημαγμένος Μυστράς, δημιούργημα της φράγκικης κατάκτησης του Μωριά, της παρακμής του Βυζαντίου και της μακράς οθωμανικής περιόδου, σταδιακά εγκαταλείφθηκε για να μετατραπεί σε σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, με λαμπρή τη βυζαντινή ταυτότητα των δύο αιώνων της ιστορίας του, αλλά επιμελώς σκιασμένη την αρχική φράγκικη περίοδό του, όπως και τη μεταγενέστερη των πέντε αιώνων που ακολούθησαν υπό τουρκική και βενετσιάνικη κυριαρχία. Άλλη μία ελληνική συνήθεια∙ η επί δύο αιώνες εθνοκάθαρση των ελληνικών αρχαιοτήτων από τις επιβλαβείς ξένες τους προσμείξεις. Πρακτική η οποία ευτυχώς υποχωρεί. Η ίδια η Σπάρτη δεν διαθέτει ούτε εκείνη την εικονοποιημένη, ελκυστική για μικρούς και μεγάλους, ιστορία των αναστηλωμένων παλατιών, οχυρώσεων και εκκλησιών του Μυστρά.
Οι ευρείς δρόμοι, οι πλατείες του νεοκλασικού της σχεδίου, τα λαϊκά ή τα πιο περίτεχνα αστικά αλλά επαρχιακά σπίτια, τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, οι πολυκατοικίες της μεταπολεμικής εποχής διαμορφώνουν το σημερινό αστικό τοπίο. Ο κεντρικός δρόμος, άλλοτε σχεδιασμένος ως βουλεβάρτο, πνιγμένος τώρα από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, και η κεντρική πλατεία με τις τοξωτές πλευρικές της στοές, είναι ό,τι πιο συμπαθητικό μπορεί να βρει κανείς σουλατσάροντας στο κέντρο της σύγχρονης Σπάρτης. Κάπως κρυμμένα από το κέντρο, όχι για τα μάτια των περαστικών, αλλά για αυτούς που τα αναζητούν και δεν βολεύονται με εύκολες αφηγήσεις, βρίσκονται δύο καλά μουσεία, το μικρό παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, του 1874-76, και το μουσείο της Ελιάς, που ιδρύθηκε το 2003 στο κτήριο της παλαιάς Ηλεκτρικής Εταιρείας.
Στην είσοδο της πόλης, πίσω από τον λόφο με τις αρχαιότητες, αρκετά κοντά στο ποτάμι, ορθώνεται ένα ερείπιο. Ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, σε μια απλωσιά τριγυρισμένη από τις ανασκαφές, τους ελαιώνες αλλά και από τις γιγαντιαίες πινακίδες των μαγαζιών του εθνικού δρόμου.
Συνεχίζοντας το παιχνίδι της άγνοιας και της γνώσης, είναι σίγουρο ότι λίγοι από τους αναγνώστες γνωρίζουν το όνομα του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, που έκτισε αυτό το κτήριο το 1959. O Ζενέτος έχτισε στα χρόνια του '60 και του '70 πολλά εργοστάσια. Ήταν ένας πρωτοποριακός τεχνικός νους, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να γίνουν γνωστά οι σπουδαίες ιδέες και τα έργα του, όπως η "ηλεκτρονική πολεοδομία" του 1962 ή το "στρογγυλό σχολείο" του 1972-4 στο Μπραχάμι. Ένας φωτισμένος αρχιτέκτονας, που η σκέψη του προηγείτο κατά μία εποχή της εποχής του. Αυτός λοιπόν ο αρχιτέκτονας σχεδίασε μεταξύ άλλων σχεδόν όλες τις βιομηχανικές μονάδες της εταιρείας Φιξ στην Ελλάδα, το κεντρικό συγκρότημα της λεωφόρου Συγγρού στην Αθήνα αλλά και το μικρό άγνωστο ερείπιο της Σπάρτης. Ήταν ένα εργοστάσιο της ΧΥΜΟΦΙΞ, επεξεργασίας της αγροτικής παραγωγής των πορτοκαλιών του κάμπου της Λακωνίας. Τα χρόνια πέρασαν και το εργοστάσιο έκλεισε.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '90, στη Σπάρτη ξεκίνησε η προσπάθεια για να κτιστεί το νέο αρχαιολογικό της μουσείο. Η τοπική κοινωνία κατέληξε να επιλέξει για τη χωροθέτησή του, εκείνη την αλάνα, σε άμεση σχέση με τις ανασκαφές αλλά και με τον Ευρώτα, στο έμπα της πόλης. Οι αρχαιολόγοι και οι αρχιτέκτονες πρότειναν -και πολύ καλά έκαναν- να μην εξαφανιστεί το βιομηχανικό κτήριο του Ζενέτου αλλά να ενταχθεί στο νέο μουσείο. Ό,τι κάνει όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Το υπουργείο Πολιτισμού δέχθηκε την πρόταση και η Περιφέρεια Πελοποννήσου ανέλαβε να κατασκευάσει το έργο. Ώς εδώ τα πράγματα έβαιναν ομαλά. Ώσπου η διοίκηση της περιφέρειας, προ oλίγων μηνών, έκρινε ότι το διατηρητέο βιομηχανικό κτήριο ενοχλούσε την ανέγερση του νέου μουσείου. Δεν ενοχλούσε τους ειδικούς, τους τοπικούς αρχιτέκτονες που χρόνια αγωνίζονται για την κατασκευή του μουσείου, ούτε την αρχαιολογική υπηρεσία, η οποία το ανακήρυξε διατηρητέο τεχνικό μνημείο της νεώτερης εποχής, ενοχλούσε όμως την περιφερειακή πολιτική ηγεσία. Οι λόγοι είναι ακατανόητοι. Έχουν πιθανόν σχέση με τις ιδεοληψίες σύμφωνα με τις οποίες ό,τι άλλο εκτός του (σύγχρονου) ανδριάντα του Λεωνίδα δεν αναγνωρίζεται εύκολα ως ιστορικό μνημείο. Ωσάν ο κύκλος των μνημείων να τελειώνει με τα αρχαία μάρμαρα, τις απομιμήσεις τους, άντε και την πορφύρα των Παλαιολόγων.
Ίσως να είναι τα ήθη των εύκολων εργολαβιών, καθώς η προσεκτική αποκατάσταση ενός διατηρητέου κτηρίου θεωρείται μπελάς στην πιάτσα, συγκρινόμενη με την ευκολία και τη χρυσή κερδοφορία των χιλιάδων κυβικών μέτρων εκσκαφών και κατασκευών μπετόν - αρμέ που εξασφαλίζει ένα νέο μεγάλο κτήριο.
Η Περιφέρεια Πελοποννήσου ζήτησε από το υπουργείο Πολιτισμού να αποχαρακτηρίσει το μικρό εργοστάσιο και να το κατεδαφίσει, αλλιώς δεν χτίζει το μουσείο! Τα δύο κορυφαία συμβούλια μνημείων, το ΚΑΣ και το ΚΣΝΜ, απάντησαν. Το βιομηχανικό κτήριο του Ζενέτου είναι και παραμένει διατηρητέο μνημείο. Το αρχαιολογικό μουσείο μπορεί να χτιστεί συνδυάζοντας όλη τη στρωματογραφία της σπαρτιάτικης ιστορίας, την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, το τοπίο των παραγωγικών καλλιεργειών της ελιάς και των εσπεριδοειδών, του ποταμού, τη νεοκλασική Σπάρτη και τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση, τη σύγχρονη πόλη του 21ου αιώνα. Ένα καλό μάθημα ιστορίας απέναντι σε ανιστόρητες ιδεοληψίες. Αλλά και μια ενδιαφέρουσα πρόταση για το μέλλον της όμορφης επαρχιακής πόλης, η οποία αναζητά την ταυτότητά της αιωρούμενη στο τεράστιο ιστορικό κενό, μεταξύ της εποχής του Λεωνίδα και του 2016. Καλή χρονιά!
*Ο Νίκος Μπελαβίλας διδάσκει πολεοδομία και ιστορία της πόλης στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου