Αναπαραγωγή, αποδράσεις, αξιοθέατα, εκδρομές, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με βάση δημοσιεύσεις από τα μ.μ.ε.

Ουράνης

Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος) σε μια από τις αγαπημένες τους αποβάθρες Τα μελαγχολικά ποιητικά ταξίδια ενός κοσμοπολίτη

Εξαντλημένα εδώ και χρόνια ήταν τα ποιήματα του Κώστα Ουράνη, ψευδώνυμο του Κώστα Νεάρχου (1890 - 1953). Επανακυκλοφορούν, ακολουθώντας πιστά τη συγκεντρωτική έκδοση των «Ποιημάτων» που επιμελήθηκε τη χρονιά του θανάτου του η σύντροφός του, η Ελένη Νεγρεπόντη, γνωστή κριτικός λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος (1896 - 1971).


Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος) σε μια από τις αγαπημένες τους αποβάθρες Στη νέα έκδοση, η οποία κυκλοφορεί από την «Εστία» (ευρώ 22), των ποιημάτων προτάσσεται χαιρετισμός της ποιήτριας και ακαδημαϊκού Κικής Δημουλά.
Το έργο του Κώστα Ουράνη χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές, με κυρίαρχο στοιχείο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, τον μεγαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από τη νωχέλεια του ρεμβασμού. Τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς Ελληνες ποιητές του Μεσοπολέμου.
Στον τόμο των «Ποιημάτων» περιλαμβάνονται κατ' αρχήν οι δύο αναγνωρισμένες από τον ποιητή συλλογές «Spleen» (1912) και «Νοσταλγίες» (1920). Τη νεανική και πρώτη του ποιητική συλλογή «Σαν όνειρα» (1909) την αποκήρυξε, εξού και δεν διασώζεται στο ποιητικό του corpus. Στην ενότητα «Αποδημίες», που επίσης στεγάζεται στον ίδιο τόμο, βρίσκουμε τα ποιήματα τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Τρεις ανέκδοτες ενότητες, οι οποίες βρέθηκαν στα χαρτιά του, ολοκληρώνουν τα ποιητικά του Απαντα: «Παιχνίδια» (ποιήματα κατά μίμηση του ύφους του Νίκου Εγγονόπουλου, του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Νίκου Γκάτσου), «Τελευταία σχεδιάσματα», «Τραγούδια».
Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αρκαδία. Φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Εφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας.
Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του, που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική Κατοχή, τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε υπέροχα ταξιδιωτικά («Sol u Sombra. Μορφές και τοπία της Ισπανίας», «Σινά, το θεοβάδιστον όρος», «Γλαυκοί δρόμοι», «Ταξίδι στην Ελλάδα», «Ταξίδια' Ιταλία», «Ταξίδια' Ισπανία», προσωπογραφίες για δικούς μας και ξένους συγγραφείς (Μποντλέρ, Σατομπριάν, Μπάιρον, Καβάφης κ.ά.), μία κριτική μελέτη για τον Μποντλέρ, μία βιογραφία του Αχιλλέα Παράσχου. Μετέφρασε Κονστάν, Τουέν, Λουΐς, Μπουρζέ κ.ά.
Στον δεύτερο ενικό της οικειότητας είναι ο χαιρετισμός της Κικής Δημουλά προς τον ομότεχνό της.
«Σου απευθύνομαι. Και σίγουρα θα ενοχλείται η ισχυρογνώμων σιωπή σου που ανακατεύομαι στα προσωπικά σας. Αλλά την εκλαμβάνω σαν σημάδι πως υπάρχεις και θέλω να την κάνω να το ομολογήσει. Για το καλό και των δυο σας και για το δικό μου καλό προπάντων επειδή, σαν αισιόδοξα έντρομη που είμαι, καλλιεργώ ότι η απουσία μπορεί να είναι ένα τρικ της προσωρινότητας, μια χωρατατζού παραλλαγή της παρουσίας -ποιος είπε ότι δε χωράνε αστεία στον θάνατο. Σου απευθύνομαι άλλωστε μετά τη σφυγμομέτρηση που έδειξε η διαχρονικότητα της ποίησής σου να προηγείται της λησμοσύνης με μεγάλο ποσοστό. Αρα υπάρχεις».*