Αστικές αναπλάσεις; Ναι, αλλά για ποιους; 02.06.2013
Ειδήσεις από το κέντρο της Αθήνας διαδέχονται η µια την άλλη, πλέκοντας µια µυθολογία που σχεδόν έχει αυτονοµηθεί από την πραγµατικότητα. Κάποιες περιοχές σηµατοδοτούνται ως επικίνδυνα γκέτο, ως άντρα εγκληµατικότητας µε ύποπτους ξένους που καταλαµβάνουν το δηµόσιο χώρο και εκτοπίζουν τους ντόπιους. Άλλες πάλι ανυψώνονται σε συµβολικές σφαίρες, γίνονται αντικείµενα πολεοδοµικών φαντασιώσεων και υπερφίαλων παρεµβάσεων. Ο ισοπεδωτικός λόγος που τονίζει την παραβατικότητα και την εξαθλίωση, την υποβάθµιση και ερήµωση, που γενικεύει το εντοπισµένο, που συγχέει αιτία και αποτέλεσµα, πιέζει συνεχώς προς εύρεση δυναµικών λύσεων.
Η ανακούφιση της κοινής γνώµης, όπως τουλάχιστον τη µεταδίδουν και τη διαµορφώνουν τα ΜΜΕ, είναι έντονα αισθητή κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα ακόµη µεγαλόπνοο έργο πολεοδοµικών παρεµβάσεων. Έγινε µε το Rethink Athens, έγινε και πιο τελευταία µε τις αναπλάσεις στην περιοχή του Μεταξουργείου. Με την οικονοµική, πολιτιστική και κοινωνική κρίση να βαθαίνει µέρα µε τη µέρα, και µε έναν ολοένα και πιο αποδεκτό ξενοφοβικό δηµόσιο λόγο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να µιλήσει κανείς µε ψυχραιµία για το τι συµβαίνει στον αστικό σχεδιασµό στην Αθήνα. Όλοι και όλες µας καταφεύγουµε σε υποθέσεις, πιστεύοντας πως µπορούµε να µαντέψουµε τις κρυφές προθέσεις των άλλων. Όµως οι αστικές αναπλάσεις είναι συνήθως πιο σύνθετες και δεν επιτρέπουν µονοσήµαντες ερµηνείες.
Η αστική ανάπλαση αναφέρεται συνήθως στην αναβάθµιση του κτιριακού αποθέµατος ή της υποδοµής µιας περιοχής. Μπορεί να έχει (εκφρασµένο ή µη) στόχο και µια παρέµβαση στην κοινωνική της σύνθεση ή αντίστροφα να στοχεύει στη διατήρησή της. Στην Ευρώπη του κράτους-πρόνοιας οι αναπλάσεις είναι αντικείµενο κεντρικού πολεοδοµικού σχεδιασµού. Προϋποθέτουν σηµαντικό κρατικό προϋπολογισµό κυρίως για την κάλυψη νέων υποδοµών ή για την προσφορά εξισορροπητικών κοινωνικών µέτρων. Συµπεριλαµβάνει όµως και πόρους για αποζηµιώσεις από επεµβάσεις στην ιδιοκτησία, για οικονοµικά κίνητρα (κυρίως φορολογικές ελαφρύνσεις) σε επενδυτές, ιδιοκτήτες κ.λπ. Αντίστροφα, κι αυτό είναι σηµαντικό, όσοι εµπλέκονται στις αναπλάσεις δεσµεύονται και από αυστηρούς κανόνες: περιορισµοί τιµών ακινήτων ή ύψους ενοικίων, προσφορά κοινωνικών ή τεχνικών υποδοµών, φροντίδα του δηµόσιου χώρου κ.λπ. Και κράτος και ιδιώτες επενδύουν, κι ενώ οι δεύτεροι προσβλέπουν στο κέρδος, το πρώτο στοχεύει σε βελτίωση της περιοχής. Σε αυτή την ισορροπία βασίζεται η λογική των µέτρων αστικής ανάπλασης. Με ένα συρρικνωµένο κράτος η εξάρτηση από τον ιδιώτη θα είναι πολύ µεγαλύτερη, κάνοντας τη ζυγαριά να κλίνει πολύ επικίνδυνα προς τη µια µερά. Αξίζει τον κόπο όµως να κοιτάξει κανείς πόσες δυνατότητες έχει ακόµη το κράτος (κυρίως µέσα από την πολεοδοµική νοµοθεσία και τη διαδικασία αδειοδότησης) να θέσει τους όρους της ιδιωτικής επένδυσης. Το ότι τo κράτος «δεν µπορεί» είναι περισσότερο ιδεολογική τοποθέτηση παρά ερµηνεία της πραγµατικότητας.
Από τις αναπλάσεις επωφελούνται πολλοί και µε διάφορους τρόπους: Αυξάνει η αξία των ακινήτων, αναβαθµίζεται ο δηµόσιος χώρος, τονώνεται το αίσθηµα (πραγµατικής ή φανταστικής) ασφάλειας, βελτιώνεται η ποιότητα ζωής στο άµεσο περιβάλλον, αναβαθµίζεται αισθητικά αλλά και συµβολικά η περιοχή και πολλά άλλα.
Όµως διαβάζοντας τα παραπάνω θα έλεγε κανείς πως οι αναπλάσεις παράγουν µόνον κερδισµένους. Κάθε άλλο. Και η διαδικασία της ανάπλασης, αλλά και το αποτέλεσµά της είναι σε θέση να εκτοπίσουν σηµαντικά τµήµατα των πιο ευάλωτων κατοίκων. Σε πόλεις όπως η Αθήνα που ένα µεγάλο κοµµάτι του πληθυσµού έχει καταφύγει σε ηµιπαράνοµες ή εντελώς παράνοµες µορφές κατοικίες (καταλήψεις άδειων κτιρίων, υπόγεια, αποθήκες κ.λπ.) µια διαδικασία αναβάθµισης σηµαίνει γι' αυτούς συνήθως, όχι βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά βίαιο εκτοπισµό. Η δε αύξηση των τιµών ακινήτων παράγει γρήγορα θύµατα ανάµεσα σε όλους όσους πληρώνουν ενοίκιο, κατοίκους και τοπικές επιχειρήσεις. Γι' αυτό και συνήθως εκεί που γίνονται αναπλάσεις υπάρχει και νοµικός περιορισµός των ενοικίων ή και πρόβλεψη για κατασκευή εναλλακτικών κατοικιών µε χαµηλά ενοίκια (π.χ. κοινωνικές κατοικίες) µέσα στην ίδια περιοχή. Συχνά σε περιπτώσεις που το κράτος δεν είναι σε θέση να κάνει αυτήν την επένδυση, η υποχρέωση αυτή µεταφέρεται στους ιδιώτες, µε απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Όταν οι αστικές αναπλάσεις δεν συµπεριλαµβάνονται σε έναν ευρύτερο πολεοδοµικό σχεδιασµό, συνήθως είναι προϊόντα πίεσης ιδιωτών που έχουν επενδύσει το κεφάλαιό τους σε ακίνητα. Αυτό επηρεάζει και την όλη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθώς και τις διαπραγµατεύσεις κράτους-ιδιώτη. Οι περιπτώσεις που κάτοικοι και τοπικές επιχειρήσεις συµµετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία δεν είναι σπάνιες, παραµένουν όµως πολύ άνισες. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις (εκεί που ο επενδυτής χρειάζεται ένα µέρος των κατοίκων µε το µέρος του για την αναβάθµιση της περιοχής), συνήθως οι συµµετοχικές διαδικασίες δυσκολεύουν τον ιδιώτη καθώς οι τοπικές φωνές είναι ένας µη προβλέψιµος παράγοντας. Γι' αυτό και η συµµετοχή συνήθως είναι περιορισµένη σε τόπους µε ισχυρά κοινωνικά κινήµατα ή µε µια σηµαντική προϊστορία συµµετοχικών διαδικασιών στον αστικό σχεδιασµό. Όµως κι εδώ ισχύει ένας σηµαντικός περιορισµός: η πρόσβαση στο δηµόσιο λόγο (κύρια προϋπόθεση για τη συµµετοχή) είναι πολύ άνιση. Αυτή η ανισότητα έχει φύλο, τάξη, προέλευση, ηλικία και γλωσσική ικανότητα. Δεν είναι τυχαίο πως δηµόσιες διαβουλεύσεις συνήθως κυριαρχούνται από νέους ντόπιους άντρες. Η συµµετοχή είναι (σχεδόν πάντα) συµµετοχή των λίγων ικανών.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αναιρεί την ανάγκη να βελτιωθούν γειτονιές της πόλης, απλώς περιπλέκουν σηµαντικά τις φαινοµενικά εύκολες απαντήσεις. Βάζοντας τους κατοίκους (και τις τοπικές επιχειρήσεις) και την καθηµερινότητά τους στο κέντρο της σκέψης µας για τις πολεοδοµικές παρεµβάσεις, αναδεικνύονται πολύ διαφορετικά θέµατα από αυτά που απασχολούν τη δηµόσια συζήτηση για την πόλη. Κύριο ζητούµενο παραµένει το ερώτηµα «σε ποιον ανήκει η πόλη» µε τα πολλά του παρακλάδια: Ποιος ελέγχει το δηµόσιο λόγο και ποιος είναι ο ρόλος του στον αστικό σχεδιασµό; Ποιος αποφασίζει για τις παρεµβάσεις και µε τι στόχο; Ποιος κερδίζει τελικά και ποιος χάνει; Είναι ανάγκη να προσεγγιστούν προσεκτικά αυτά τα ερωτήµατα αν είναι να βρεθούν λύσεις. Αντίθετα µια συζήτηση που µιλάει για ένα αφηρηµένο «κοινό καλό» κουκουλώνει τα ζητήµατα της άνισης πρόσβασης στην κατοικία, στην εργασία και στις υπηρεσίες – στην πόλη και στη δηµόσια σφαίρα.
Αρης ΚαλαντΙδης/ Δρ. Πολεοδόµος
Ειδήσεις από το κέντρο της Αθήνας διαδέχονται η µια την άλλη, πλέκοντας µια µυθολογία που σχεδόν έχει αυτονοµηθεί από την πραγµατικότητα. Κάποιες περιοχές σηµατοδοτούνται ως επικίνδυνα γκέτο, ως άντρα εγκληµατικότητας µε ύποπτους ξένους που καταλαµβάνουν το δηµόσιο χώρο και εκτοπίζουν τους ντόπιους. Άλλες πάλι ανυψώνονται σε συµβολικές σφαίρες, γίνονται αντικείµενα πολεοδοµικών φαντασιώσεων και υπερφίαλων παρεµβάσεων. Ο ισοπεδωτικός λόγος που τονίζει την παραβατικότητα και την εξαθλίωση, την υποβάθµιση και ερήµωση, που γενικεύει το εντοπισµένο, που συγχέει αιτία και αποτέλεσµα, πιέζει συνεχώς προς εύρεση δυναµικών λύσεων.
Η ανακούφιση της κοινής γνώµης, όπως τουλάχιστον τη µεταδίδουν και τη διαµορφώνουν τα ΜΜΕ, είναι έντονα αισθητή κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα ακόµη µεγαλόπνοο έργο πολεοδοµικών παρεµβάσεων. Έγινε µε το Rethink Athens, έγινε και πιο τελευταία µε τις αναπλάσεις στην περιοχή του Μεταξουργείου. Με την οικονοµική, πολιτιστική και κοινωνική κρίση να βαθαίνει µέρα µε τη µέρα, και µε έναν ολοένα και πιο αποδεκτό ξενοφοβικό δηµόσιο λόγο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να µιλήσει κανείς µε ψυχραιµία για το τι συµβαίνει στον αστικό σχεδιασµό στην Αθήνα. Όλοι και όλες µας καταφεύγουµε σε υποθέσεις, πιστεύοντας πως µπορούµε να µαντέψουµε τις κρυφές προθέσεις των άλλων. Όµως οι αστικές αναπλάσεις είναι συνήθως πιο σύνθετες και δεν επιτρέπουν µονοσήµαντες ερµηνείες.
Η αστική ανάπλαση αναφέρεται συνήθως στην αναβάθµιση του κτιριακού αποθέµατος ή της υποδοµής µιας περιοχής. Μπορεί να έχει (εκφρασµένο ή µη) στόχο και µια παρέµβαση στην κοινωνική της σύνθεση ή αντίστροφα να στοχεύει στη διατήρησή της. Στην Ευρώπη του κράτους-πρόνοιας οι αναπλάσεις είναι αντικείµενο κεντρικού πολεοδοµικού σχεδιασµού. Προϋποθέτουν σηµαντικό κρατικό προϋπολογισµό κυρίως για την κάλυψη νέων υποδοµών ή για την προσφορά εξισορροπητικών κοινωνικών µέτρων. Συµπεριλαµβάνει όµως και πόρους για αποζηµιώσεις από επεµβάσεις στην ιδιοκτησία, για οικονοµικά κίνητρα (κυρίως φορολογικές ελαφρύνσεις) σε επενδυτές, ιδιοκτήτες κ.λπ. Αντίστροφα, κι αυτό είναι σηµαντικό, όσοι εµπλέκονται στις αναπλάσεις δεσµεύονται και από αυστηρούς κανόνες: περιορισµοί τιµών ακινήτων ή ύψους ενοικίων, προσφορά κοινωνικών ή τεχνικών υποδοµών, φροντίδα του δηµόσιου χώρου κ.λπ. Και κράτος και ιδιώτες επενδύουν, κι ενώ οι δεύτεροι προσβλέπουν στο κέρδος, το πρώτο στοχεύει σε βελτίωση της περιοχής. Σε αυτή την ισορροπία βασίζεται η λογική των µέτρων αστικής ανάπλασης. Με ένα συρρικνωµένο κράτος η εξάρτηση από τον ιδιώτη θα είναι πολύ µεγαλύτερη, κάνοντας τη ζυγαριά να κλίνει πολύ επικίνδυνα προς τη µια µερά. Αξίζει τον κόπο όµως να κοιτάξει κανείς πόσες δυνατότητες έχει ακόµη το κράτος (κυρίως µέσα από την πολεοδοµική νοµοθεσία και τη διαδικασία αδειοδότησης) να θέσει τους όρους της ιδιωτικής επένδυσης. Το ότι τo κράτος «δεν µπορεί» είναι περισσότερο ιδεολογική τοποθέτηση παρά ερµηνεία της πραγµατικότητας.
Από τις αναπλάσεις επωφελούνται πολλοί και µε διάφορους τρόπους: Αυξάνει η αξία των ακινήτων, αναβαθµίζεται ο δηµόσιος χώρος, τονώνεται το αίσθηµα (πραγµατικής ή φανταστικής) ασφάλειας, βελτιώνεται η ποιότητα ζωής στο άµεσο περιβάλλον, αναβαθµίζεται αισθητικά αλλά και συµβολικά η περιοχή και πολλά άλλα.
Όµως διαβάζοντας τα παραπάνω θα έλεγε κανείς πως οι αναπλάσεις παράγουν µόνον κερδισµένους. Κάθε άλλο. Και η διαδικασία της ανάπλασης, αλλά και το αποτέλεσµά της είναι σε θέση να εκτοπίσουν σηµαντικά τµήµατα των πιο ευάλωτων κατοίκων. Σε πόλεις όπως η Αθήνα που ένα µεγάλο κοµµάτι του πληθυσµού έχει καταφύγει σε ηµιπαράνοµες ή εντελώς παράνοµες µορφές κατοικίες (καταλήψεις άδειων κτιρίων, υπόγεια, αποθήκες κ.λπ.) µια διαδικασία αναβάθµισης σηµαίνει γι' αυτούς συνήθως, όχι βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά βίαιο εκτοπισµό. Η δε αύξηση των τιµών ακινήτων παράγει γρήγορα θύµατα ανάµεσα σε όλους όσους πληρώνουν ενοίκιο, κατοίκους και τοπικές επιχειρήσεις. Γι' αυτό και συνήθως εκεί που γίνονται αναπλάσεις υπάρχει και νοµικός περιορισµός των ενοικίων ή και πρόβλεψη για κατασκευή εναλλακτικών κατοικιών µε χαµηλά ενοίκια (π.χ. κοινωνικές κατοικίες) µέσα στην ίδια περιοχή. Συχνά σε περιπτώσεις που το κράτος δεν είναι σε θέση να κάνει αυτήν την επένδυση, η υποχρέωση αυτή µεταφέρεται στους ιδιώτες, µε απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Όταν οι αστικές αναπλάσεις δεν συµπεριλαµβάνονται σε έναν ευρύτερο πολεοδοµικό σχεδιασµό, συνήθως είναι προϊόντα πίεσης ιδιωτών που έχουν επενδύσει το κεφάλαιό τους σε ακίνητα. Αυτό επηρεάζει και την όλη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθώς και τις διαπραγµατεύσεις κράτους-ιδιώτη. Οι περιπτώσεις που κάτοικοι και τοπικές επιχειρήσεις συµµετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία δεν είναι σπάνιες, παραµένουν όµως πολύ άνισες. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις (εκεί που ο επενδυτής χρειάζεται ένα µέρος των κατοίκων µε το µέρος του για την αναβάθµιση της περιοχής), συνήθως οι συµµετοχικές διαδικασίες δυσκολεύουν τον ιδιώτη καθώς οι τοπικές φωνές είναι ένας µη προβλέψιµος παράγοντας. Γι' αυτό και η συµµετοχή συνήθως είναι περιορισµένη σε τόπους µε ισχυρά κοινωνικά κινήµατα ή µε µια σηµαντική προϊστορία συµµετοχικών διαδικασιών στον αστικό σχεδιασµό. Όµως κι εδώ ισχύει ένας σηµαντικός περιορισµός: η πρόσβαση στο δηµόσιο λόγο (κύρια προϋπόθεση για τη συµµετοχή) είναι πολύ άνιση. Αυτή η ανισότητα έχει φύλο, τάξη, προέλευση, ηλικία και γλωσσική ικανότητα. Δεν είναι τυχαίο πως δηµόσιες διαβουλεύσεις συνήθως κυριαρχούνται από νέους ντόπιους άντρες. Η συµµετοχή είναι (σχεδόν πάντα) συµµετοχή των λίγων ικανών.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αναιρεί την ανάγκη να βελτιωθούν γειτονιές της πόλης, απλώς περιπλέκουν σηµαντικά τις φαινοµενικά εύκολες απαντήσεις. Βάζοντας τους κατοίκους (και τις τοπικές επιχειρήσεις) και την καθηµερινότητά τους στο κέντρο της σκέψης µας για τις πολεοδοµικές παρεµβάσεις, αναδεικνύονται πολύ διαφορετικά θέµατα από αυτά που απασχολούν τη δηµόσια συζήτηση για την πόλη. Κύριο ζητούµενο παραµένει το ερώτηµα «σε ποιον ανήκει η πόλη» µε τα πολλά του παρακλάδια: Ποιος ελέγχει το δηµόσιο λόγο και ποιος είναι ο ρόλος του στον αστικό σχεδιασµό; Ποιος αποφασίζει για τις παρεµβάσεις και µε τι στόχο; Ποιος κερδίζει τελικά και ποιος χάνει; Είναι ανάγκη να προσεγγιστούν προσεκτικά αυτά τα ερωτήµατα αν είναι να βρεθούν λύσεις. Αντίθετα µια συζήτηση που µιλάει για ένα αφηρηµένο «κοινό καλό» κουκουλώνει τα ζητήµατα της άνισης πρόσβασης στην κατοικία, στην εργασία και στις υπηρεσίες – στην πόλη και στη δηµόσια σφαίρα.
Αρης ΚαλαντΙδης/ Δρ. Πολεοδόµος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου