Τα τείχη των Αθηνών
Η αρχαιότερη γνωστή οχύρωση της Αθήνας ανάγεται στους ώριμους προϊστορικούς χρόνους. Πρόκειται για το «Κυκλώπειον τείχος» και το «Πελαργικόν», που περιέβαλλαν τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ Εποχή (τέλη 2ης χιλιετίας π.Χ.). Η ανέγερσή τους συνδέεται με τον λεγόμενο «συνοικισμό», την συνένωση δηλαδή προηγουμένως ανεξάρτητων περιοχών της Αττικής υπό την εξουσία ενός άρχοντος, πιθανώς του Θησέως.Κομβικό σημείο για την περαιτέρω ανάπτυξη και διεύρυνση των τειχών της πόλης στάθηκε η ολοκλήρωση της ενοποίησης των αθηναϊκών δήμων και η παγίωση της αθηναϊκής δύναμης στο ελληνικό πολιτικό-οικονομικό γίγνεσθαι έως τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., που οδήγησαν στον πολλαπλασιασμό του μεγέθους της και ακολούθως στην επέκταση των ορίων της μέσω της εφαρμογής νέων οικοδομικών προγραμμάτων κατ’ αρχάς από τον Σόλωνα και εν συνεχεία από τον Πεισίστρατο και τους διαδόχους του (Πεισιστρατίδες). Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θουκυδίδου, η νέα, μεγαλύτερη πόλη των Αθηνών περιτριγυρίσθηκε από τείχος. Ωστόσο, κανένα ίχνος της αρχαϊκής περιμετρικής οχύρωσης δεν έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα και είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να προσδιορίσουμε την ακριβή θέση του και την διαδρομή που ακολουθούσε. Παρ’ όλ’ αυτά, η ύπαρξή του θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Η απουσία υλικών καταλοίπων δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού γνωρίζουμε ότι το εν λόγω τείχος καταστράφηκε από τους Πέρσες, ενώ τα ελάχιστα διασωθέντα τμήματά του κατεδαφίσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση ενός ευρύτερου περιβόλου μετά την αποχώρηση των Περσών. Άλλωστε, θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι οι Αθηναίοι, ενώ φρόντισαν για την τείχιση της Ελευσίνος και άλλων περιοχών κατά τον 6ο αι. π.Χ., θα άφηναν ατείχιστη την πρωτεύουσα του κράτους τους.
Την επαύριο της περσικής λεηλασίας του 480/79 π.Χ., η Αθήνα έμεινε παντελώς ανοχύρωτη. Μετά την μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και την οριστική απομάκρυνση των εχθρικών δυνάμεων από τα ελληνικά εδάφη, πρωταρχική μέριμνα του Θεμιστοκλέους αποτέλεσε η τείχιση της πόλης. Έτσι, μέσα σε διάστημα ενός μόλις έτους, η Αθήνα και το βόρειο τμήμα της Ακροπόλεως έλαβαν καινούριες οχυρώσεις, οι οποίες ενσωμάτωσαν κομμάτια παλαιότερων κτισμάτων και αναθημάτων, ακόμα και ταφόπετρες, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η συμπλήρωση της οχύρωσης των λιμένων του Πειραιώς, που είχε ήδη εγκαινιάσει ο ίδιος ο Θεμιστοκλής ως άρχων το 493/2 π.Χ. (Θεμιστόκλεια οχύρωση). Το εγχείρημα έφερε εις πέρας λίγα χρόνια αργότερα ο Κίμων, επί των ημερών του οποίου προχώρησε η οικοδόμηση των δύο Μακρών Τειχών, του Φαληρικού και του Βορείου τείχους (459-456 π.Χ.), που συνέδεσαν την Αθήνα με τον Πειραιά. Τον ίδιο καιρό οχυρώθηκε και το έως τότε απροστάτευτο νότιο τμήμα της Ακροπόλεως (Κιμώνειο τείχος). Σύντομα, κατά τα έτη 446-443 π.Χ., συμπληρώθηκε η οικοδόμηση των Μακρών Τειχών με την ανέγερση του Νοτίου τείχους ή δια μέσου τείχους ανάμεσα στο Φαληρικό και στο Βόρειο τείχος, έργο που έγινε με πρωτοβουλία του Περικλέους. Λείψανα της Θεμιστόκλειας οχύρωσης σώζονται σε διάφορα σημεία του Κεραμεικού και κοντά στο Ολυμπιείο, το οποίο προφανώς βρισκόταν εντός του περιβόλου του τείχους.
Με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ., οι ηττημένοι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν από τους Σπαρτιάτες να καταστρέψουν όλα τα τείχη της πόλης (του Άστεως, του Πειραιώς και τα Μακρά Τείχη), μεγάλο μέρος των οποίων ξαναχτίσθηκε μετά την επάνοδο της δημοκρατίας από τον Κόνωνα το 394 π.Χ. Ο διαφαινόμενος κίνδυνος από την διαρκώς αυξανόμενη δύναμη των Μακεδόνων και τις νέες μεθόδους πολιορκίας που μετέρχονταν κατέστησε αναγκαία την ενίσχυση των οχυρώσεων της Αθήνας στο β΄ ήμισυ του 4ου αι. π.Χ.· οι διαδικασίες επισκευής των τειχών επιταχύνθηκαν ύστερα από την πτώση της Ολύνθου στα μακεδονικά χέρια το 348 π.Χ., όμως η απόφαση για την εκτέλεση μεγάλης κλίμακας ενισχυτικών εργασιών λήφθηκε μάλλον μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.). Ένα δεύτερο τείχος, γνωστό ως Προτείχισμα, συνιστούσε μια δευτερεύουσα, εξωτερική γραμμή άμυνας, σε απόσταση 9-11 μ. γύρω από την κύρια οχύρωση, εκτεινόμενο δεξιόστροφα από τους βόρειους πρόποδες του λόφου των Νυμφών (Αστεροσκοπείο) μέχρι την ανατολική βάση του λόφου των Μουσών (Φιλοπάππου). Περί το τέλος του 4ου αι. π.Χ. ένα νέο τείχος, το Διατείχισμα, κατασκευάσθηκε επί της κορυφογραμμής μεταξύ των δύο λόφων. Σύγχρονό του πρέπει να είναι και το Δίπυλον το υπέρ των πυλών, που γεφύρωνε τον χώρο ανάμεσα στο Μουσείο και στον λόφο της Πνυκός. Στους ελληνιστικούς χρόνους η πόλη δέχθηκε επανειλημμένα την εγκατάσταση μακεδονικών φρουρών, οπότε έγινε περαιτέρω αποκατάσταση των ζημιών και ενδυνάμωση των τειχών από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή στα 307-304 π.Χ.· αυτή η οχύρωση βοήθησε τους Αθηναίους να αντισταθούν στην πολιορκία του Μακεδόνος Κασσάνδρου το 304 π.Χ. Γνωρίζουμε επίσης ότι για την προστασία της φρουράς του Δημητρίου του Πολιορκητού (294 π.Χ.) ανεγέρθηκε οχυρωματικός περίβολος πάνω στην κορυφή του λόφου των Μουσών. Ένα οικοδομικό ψήφισμα του Ευρυκλείδου, του 229/8 π.Χ., ομιλεί περί της ανάγκης επισκευών στο τείχος της Αθήνας λίγες δεκαετίες αργότερα, ίσως έπειτα από καταστροφές που προκλήθηκαν κατά την πολιορκία της πόλης από τον Αντίγονο Γονατά το 267 π.Χ., μεσούντος του Χρεμωνιδείου Πολέμου.
Η σταδιακή παρακμή της πόλης στους αιώνες που ακολούθησαν είχε ως άμεση συνέπεια την βαθμιαία εγκατάλειψη των οχυρωματικών εργασιών και των συστηματικών επιδιορθώσεων στο τείχος, με εξαίρεση μεμονωμένες προσπάθειες που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου. Πάντως, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα υλικά κατάλοιπα και τις πληροφορίες των πηγών, το μεγαλύτερο κομμάτι του πρέπει να είχε διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση μέχρι την εκπόρθησή του από τον Σύλλα το 86 π.Χ., ενώ νέες επισκευές σημειώθηκαν αργότερα μέσα στον 1ο αι. π.Χ. Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας η επέκταση της πόλης προς ανατολάς και νότον επέβαλε την ίδρυση ενός νέου οχυρωματικού βραχίονα, που συνδεόταν με το Θεμιστόκλειο τείχος και περιέκλειε τις νέες εγκαταστάσεις. Πρόκειται για το ονομαζόμενο υστερορρωμαϊκό τείχος, το οποίο χτίσθηκε έπειτα από την επιδρομή των Ερούλων στα 267 μ.Χ.· είχε την αφετηρία του στα Προπύλαια της Ακροπόλεως, απ’ όπου ακολουθούσε κατωφερική πορεία, για να καταλήξει στην Αγορά (στην Στοά του Αττάλου), παράλληλα προς την Οδό Παναθηναίων. Η απαγόρευση της λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας με ρητή διαταγή του Ιουστινιανού το 529 π.Χ. στέρησε την πόλη από την έντονη πνευματική δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στους κόλπους της, με αποτέλεσμα να χάσει την πρότερη αίγλη της, παραμένοντας απλώς ένα υπολογίσιμο οχυρό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, του οποίου τα τείχη ενισχύθηκαν εκ νέου προκειμένου να εγγυηθούν την ακεραιότητα της πόλης έναντι των επερχόμενων απειλών.
Πολλές από τις πύλες των τειχών των 5ου και 4ου αι. π.Χ. ήλθαν στο φώς κατά την διάρκεια των ανασκαφών και ταυτίσθηκαν με παραδιδόμενες από επιγραφές και από τους αρχαίους συγγραφείς πύλες. Ασφαλώς, εκτός των πυλών υπήρχαν σε διάφορα επίκαιρα σημεία και πυλίδες, ένας σημαντικός αριθμός των οποίων έχει ανιχνευθεί. Η κεντρικότερη είσοδος της πόλης, που βρισκόταν στον βορειοδυτικό βραχίονα του τείχους, στην περιοχή του Κεραμεικού, είναι γνωστή από τις πηγές ως Θριάσιαι Πύλαι, Κεραμεικού πύλαι και Δίπυλον. Η τελευταία ονομασία απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή του έτους 278/7 π.Χ. και οφείλεται στην ειδική κατασκευή της πύλης (έφερε διπλή είσοδο) κατά την ανοικοδόμησή της στο β΄ ήμισυ του 4ου αι. π.Χ., ενώ μέχρι τότε χρισιμοποιείτο ευρέως ο όρος «Θριάσιαι Πύλαι» ή «Θριάσια Πύλη». Από εκεί διέρχονταν οι τρεις βασικώτερες οδικές αρτηρίες της αρχαίας Αθήνας: ο δρόμος που εκκινούσε από την Ακαδημεία, ο δρόμος από τον Πειραιά και ο δρόμος της Ελευσίνος, που συνέδεε την Αθήνα όχι μόνο με το Θριάσιο Πεδίον αλλά και με την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι το αρχικό σχέδιο της πύλης, που πρωτοχτίσθηκε αμέσως μετά τα περσικά (479 π.Χ.), διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο κατά τις εργασίες ανακατασκευής της στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Τα σωζόμενα κατάλοιπα την αποκαθιστούν ως αρχιτεκτονική διαμόρφωση προστατευόμενη από δύο ζεύγη τετράγωνων πύργων στα άκρα ισχυρών τοίχων με πολεμίστρες στο άνω μέρος, μεταξύ των οποίων σχηματιζόταν αυλή που χρησιμοποιήθηκε για ποικίλες σκοπιμότητες· ο νότιος εξωτερικός πύργος προβαλλόταν αρκετά προς τα έξω σε σχέση με τον αντίστοιχο της βόρειας πλευράς. Ο τοίχος με τις δύο πύλες, που έκλεινε την βορειοδυτική (εξωτερική) πλευρά του Διπύλου, χτίσθηκε κατά πάσα πιθανώτητα προς ενίσχυση των οχυρώσεων πριν από την ρωμαϊκή επίθεση του 86 π.Χ.· οι πόρτες των δύο θυραίων ανοιγμάτων ήταν ξύλινες, προσαρμοσμένες στις άκρες με στροφείς συγκρατημένους σε κοιλότητες του υπέρθυρου και του κατωφλιού.
Νοτίως του Διπύλου, σε απόσταση σχεδόν 70 μ., κοντά στην έξοδο του Ηριδανού από το τείχος, στο χαμηλώτερο σημείο της πόλης, ανοιγόταν η Ιερά Πύλη, απ’ όπου ξεκινούσε η λεγόμενη Ιερά Οδός με τελική κατάληξη το Θριάσιον Πεδίον. Ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε την Ελευσίνια πομπή, η οποία κατά την ημέρα της εορτής των Ελευσινίων ακολουθούσε μια πορεία 21-22 χιλιομέτρων έως ότου έφθανε στο ιερό της Δήμητρος στην Ελευσίνα. Το όνομα «Ιερά Πύλη» εμφανίζεται αρχικά στον Πλούταρχο (μέσα 1ου - αρχές 2ου αι. μ.Χ.), όμως θα είναι σαφώς παλαιώτερο, όπως και η ονομασία «Ιερά Οδός». Η Ιερά Πύλη διαρθρωνόταν εξαρχής σε πυλαίο οικοδόμημα με αυλή, με δύο τετράγωνους πύργους να αποτελούν τα ακρωγονιαία υποστηρίγματα του περιβόλου, συνδεδεμένα μεταξύ τους με πεσσούς που στήριζαν το πέρασμα από τον έναν θυραίο τοίχο στον άλλο, με τα ανοίγματα για την οδό και την διέλευση του ποταμού. Δεδομένου ότι ο πυλώνας κλήθηκε να συμπεριλάβει τόσο την Ιερά Οδό όσο και τον Ηριδανό, απαιτούσε ιδιαίτερη κατασκευή, που από την υποδομή της εποχής του Θεμιστοκλέους έως την μοναδική στο είδος της μαρμάρινη καμάρα επάνω από τον Ηριδανό των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, τροποποιήθηκε πολλές φορές, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τα σωζόμενα ίχνη ποικίλων εργασιών που συντελέσθηκαν σε αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις.
Προχωρώντας κατά μήκος της δυτικής πλευράς των τειχών προς νότον, στο σημείο της διασταύρωσης των σημερινών οδών Ερυσίχθονος 15 και Ηρακλειδών, η τελευταία από τις οποίες οδηγεί και σήμερα προς τον Πειραιά, τοποθετούνται κατά κανόνα οι Πειραϊκαί Πύλαι. Παρότι μόνο το βόρειο τμήμα τους έχει ανασκαφεί και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για την ταυτοποίησή τους, η μέθοδος κατασκευής τους και η ανακάλυψη ενός αρχαίου δρόμου που οδηγούσε εδώ από τον Πειραιά συνηγορούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για την Πειραϊκή Πύλη. Ακόμα νοτιώτερα, στους βόρειους πρόποδες του λόφου των Νυμφών, βαθιές αυλακώσεις που σχηματίσθηκαν βαθμιαία από τους τροχούς διερχόμενων οχημάτων αποτελούν ξεκάθαρη ένδειξη ότι το σημείο αυτό διέσχιζε ένας αρχαίος αμαξιτός δρόμος μέσω μιας πύλης, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως οι Δήμιαι Πύλαι, δια των οποίων οδηγούνταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο στον παρακείμενο τόπο εκτελέσεων που είναι γνωστός ως «Βάραθρον». Στην ίδια (δυτική) πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου, βορείως του Διπύλου και αρκετά μακριά από αυτό, ανοιγόταν άλλη μία πύλη, ενδεχομένως οι αναφερόμενες στις γραπτές πηγές Ήριαι Πύλαι ( = πύλες των τάφων < ήριον = τάφος)· αυτές εντοπίζονται στην περιοχή όπου το τείχος τέμνεται με την σύγχρονη οδό Λεωκορίου, η οποία ακολουθεί την διαδρομή ενός αρχαίου δρόμου, που, όπως πιστεύεται, ξεκινούσε από τον Βωμό των Δώδεκα Θεών στην Αγορά και κατευθυνόταν βορειοδυτικά προς τον Ίππιο Κολωνό, πλαισιωμένος κατά μήκος του από ταφικά μνημεία.
Κατά την βόρεια πλευρά της περιμέτρου του τείχους, στο σημείο τομής των τωρινών οδών Σοφοκλέους και Αιόλου, ανευρέθησαν τα ερείπια των Αχαρνικών Πυλών, που μνημονεύονται σε σωζόμενες επιγραφές καθώς και από τον λόγιο Ησύχιο. Όπως δείχνει το όνομά τους, οδηγούσαν στον δήμο των Αχαρνών καθώς και στην Πάρνηθα, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία με ολόκληρο το προς βορράν της πόλεως λεκανοπέδιο της Αττικής. Εκτός της πύλης υπήρχε εκτεταμένο νεκροταφείο εκατέρωθεν ενός δρόμου που οδηγούσε στις Αχαρνές (σημ. Μενίδι), μακρύ τμήμα του οποίου αποκαλύφθηκε προσφάτως.
Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου διαμορφώνονταν συνολικά τρεις πύλες, που εξυπηρετούσαν την επικοινωνία με τις περιοχές και τους δήμους της ανατολικής Αττικής. Η πρώτη εξ αυτών, σύμφωνα με βάσιμες ενδείξεις, βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του, στην τομή ενός τμήματός των τειχών από λογάδες λίθους, το οποίο ανασκάφηκε στην οδό Δραγατσανίου 4 και διατηρείται σε ύψος περίπου 4,50 μ. Η πύλη ετούτη, που αποκλήθηκε συμβατικά Βορειοανατολική Πύλη, πρέπει να οδηγούσε προς τους δήμους της Φλύας (σημ. Χαλάνδρι) και του Αθμόνου (σημ. Μαρούσι). Η δεύτερη, που συνέδεε την Αθήνα με τους δήμους της Μεσογαίας αλλά και της παλαιάς περιοχής των Διακρίων (Β.Δ. Αττική), ήταν οι Διοχάρους Πύλαι, που ο Στράβων τοποθετεί πλησίον του Λυκείου και για τις οποίες κάνει λόγο μια επιγραφή. Η θέση τους πρέπει να αναζητηθεί δίπλα από την σημερινή Πλατεία Συντάγματος, εντός του μη ανεσκαμμένου χώρου πίσω από την χριστιανική εκκλησία της Αγίας Δυνάμεως, στην νοτιοδυτική γωνία του οικοδομικού τετραγώνου που ορίζουν οι οδοί Βουλής, Απόλλωνος και Πεντέλης. Από εκεί η γραμμή του τείχους ακολουθούσε περίπου την πορεία των σύγχρονων οδών Βουλής και Νίκης προς την νοτιοανατολική πλευρά της πόλης. Η τρίτη προς ανατολάς πύλη ήταν οι λεγόμενες Αιγέως Πύλαι ή Ιππάδαι Πύλαι, η ύπαρξη των οποίων πιστοποιήθηκε μόλις δυτικά του προπύλου στα βόρεια του Ολυμπιείου, απ’ όπου ένας δρόμος οδηγούσε προς το Παναθηναϊκό Στάδιο, τα παριλίσια ιερά, το ιερό του Ηρακλέους Παγκράτους και τις οικιστικές εγκαστάσεις στην περιοχή του σημερινού Παγκρατίου έως τον Υμηττό. Σχετική επιγραφή σχετίζει την πύλη με την συνοικία της Αγρυλής ή Αγκυλής, η οποία – όπως πληροφορούμαστε – εκτεινόταν προς την κατεύθυνση του Υμηττού, και συγκεκριμένα στην περιοχή του λόφου Αρδηττού και του Παναθηναϊκού Σταδίου. Μάλιστα, το ρωμαλέο τοίχωμα της πύλης ήταν κατασκευασμένο από τύμπανα κιόνων που προέρχονταν από τον ημιτελή ναό του Ολυμπίου Διός της περιόδου των Πεισιστρατιδών. Η ίδια η πύλη βαπτίσθηκε «Ιππάδαι» προφανώς εξαιτίας των ιππικών αγώνων που διεξάγονταν στον δρόμο του γειτονικού γυμνασίου του Λυκείου, ενώ ο Πλούταρχος την κατονομάζει ως «Αιγέως Πύλαι» σε συσχετισμό με τον μυθικό βασιλέα των Αθηνών Αιγέα, τοποθετώντας την δίπλα στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνος.
Προς την νότια πλευρά της πόλης υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις επιπλέον πύλες, δύο εκ των οποίων οδηγούσαν προς την περιοχή του Κυνοσάργους και άλλες δύο προς τον Φαληρικό όρμο. Στην νοτιοανατολική περιφέρεια του τείχους ανοίγονταν οι Διόμιαι Πύλαι, που αναφέρονται από τον Πλούταρχο και τον Διογένη τον Λαέρτιο σε άμεση σύνδεση με το γυμνάσιο του Κυνοσάργους στον δήμο της Διομείας (πήρε το όνομά της από τον τοπικό ήρωα Δίομο), νοτίως του ιερού του Ολυμπίου Διός, κοντά στην όχθη του ποταμού Ιλισσού, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Αθηναίοι από τον δήμο της Μελίτης πριν από τους Περσικούς Πολέμους. Τα στοιχεία συγκλίνουν στην υπόθεση ότι, όταν ο φιλόσοφος Σωκράτης πήγαινε στο Κυνόσαργες, εξερχόταν της πόλης μέσω αυτής της πύλης. Αν και δεν έχει φθάσει έως τις μέρες μας κανένα κατάλοιπο της Θεμιστόκλειας οχύρωσης σε αυτόν τον χώρο, φαίνεται ότι το υστερορρωμαϊκό τείχος έφερε ανάλογη πύλη, που διαδέχθηκε μια προγενέστερη στο ίδιο σημείο. Δυτικώτερα εντοπίζονται οι Ιτώνιαι Πύλαι ( < ίσως από κάποιο κοντινό ιερό αφιερωμένο στην Ιτωνία Αθηνά), που συναντώνται άπαξ στην αρχαία ελληνική γραμματεία, στον ψευδο-Πλατωνικό διάλογο «Αξίοχος», όπου ο συγγραφέας παρατηρεί: «στις Ιτώνιες πύλες – διότι έζησε κοντά στην πύλη δίπλα στην στήλη της Αμαζόνος». Κατά τα λεγόμενα του Παυσανίου, ο επισκέπτης που ερχόταν στην Αθήνα από το Φάληρο μπορούσε να δει την στήλη της Αμαζόνος Αντιόπης ακριβώς στην είσοδο της πόλης· ωστόσο, ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι η στήλη αυτή βρισκόταν όχι μακριά από την νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου του τεμένους του Ολυμπίου Διός, κοντά στο ιερό της Ολυμπίας Γής. Πράγματι, οι ανασκαφικές έρευνες σε αυτήν την περιοχή αποκάλυψαν κομμάτια του αρχαίου τείχους, που μπροστά από την οικία της οδού Ιωσήφ των Ρογών 8 στρίβει σε μια γωνία και διακόπτεται· τα ευρήματα αυτά ενδέχεται να συνιστούσαν το νότιο τμήμα μιας πύλης, το βόρειο κομμάτι της οποίας είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά αφότου η πύλη έπαψε να χρησιμοποιείται γύρω στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. και το πέρασμά της φράχθηκε. Αυτή πρέπει να είναι η πύλη που, σύμφωνα με μια επιγραφή του 418 π.Χ., ανοιγόταν επάνω στον δρόμο που οδηγούσε στο βαλανείο (λουτρά) του Ισθμονίκου. Η ίδια επιγραφή αναφέρεται σε μια άλλη πύλη, γνωστή ως Άλαδε Πύλαι ή ανατολική Φαληρική Πύλη, από την οποία περνούσε η αρχαιότατη οδός της πομπής των Οσχοφορίων και της «άλαδε ελάσεως» των μυστών προς την θάλασσα κατά την τρίτη ημέρα των εορτών των Μεγάλων Μυστηρίων. Μολονότι δεν έχει ανασκαφεί, το πιθανώτερο είναι η θέση της να βρισκόταν επί της σύγχρονης οδού Φαλήρου, κατά προσέγγιση στην διασταύρωσή της με την οδό Σπύρου Δοντά, όπου ο ανευρεθείς αρχαίος δρόμος από το Φάληρο συναντούσε το τείχος της πόλης· οι τάφοι των μυκηναϊκών, των γεωμετρικών, των κλασσικών και μεταγενέστερων χρόνων, που πλαισιώνουν τον δρόμο στις δύο πλευρές του, υποδηλώνουν την αρχαιότητα και την ιστορική συνέχειά του. Στην βάση του λόφου των Μουσών, κάτω από το οδόστρωμα της σημερινής οδού Ερεχθείου, ήλθε στο φώς Νότια Πύλη ή δυτική Φαληρική Πύλη. Το τμήμα του τείχους στο οποίο ανήκει χρονολογείται στην φάση ανοικοδόμησης του περιβόλου από τον Κόνωνα στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., ενώ είναι σίγουρο ότι στην ίδια θέση προϋπήρξε είσοδος του Θεμιστόκλειου περιβόλου του 5ου αι. π.Χ. Αμφότερες οι είσοδοι πρέπει να εντάσσονταν στον σκελετό του λεγόμενου Φαληρικού τείχους. Οι υπομηκηναϊκοί και γεωμετρικοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν εκατέρωθεν του δρόμου που διαπερνούσε την πύλη επισημαίνουν την παλαιότητά του και την σημασία του για την επικοινωνία με το λιμάνι του Φαλήρου.
Τέλος, στο νοτιοδυτικό τμήμα του τείχους που ένωνε τον λόφο των Μουσών με τον λόφο των Νυμφών (διατείχισμα), υπήρχαν δύο ακόμα πύλες. Η νοτιώτερη ήταν το καλούμενο Δίπυλον το υπέρ των Πυλών, γνωστό από επιγραφή του 307/6 π.Χ., στο διάσελο μεταξύ του Μουσείου και της Πνυκός, πλησίον της εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Η άλλη, η βορειώτερη, ήταν οι αναφερόμενες στις αρχαίες πηγές Μελίτιδαι Πύλαι, στην ράχη του όγκου ανάμεσα στην Πνύκα και στον λόφο των Νυμφών, όπου ένας – ορατός σήμερα – αμαξιτός δρόμος για την κίνηση τροχοφόρων οχημάτων διευκόλυνε την επικοινωνία του ομώνυμου δήμου της Μελίτης με την εντός των Μακρών Τειχών περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου