Τείχος με πύργους και καταπέλτες είχε η Βεργίνα
Αμυντικούς πύργους που έφταναν σε
ύψος ώς τα 11 μέτρα, με καταπέλτες εγκατεστημένους σε κάθε όροφο
,διέθετε το τείχος της Βεργίνας. Το ίδιο το τείχος έφτανε σε ύψος τα 6-7
μέτρα. Οι πύργοι είχαν διάμετρο 6 μ. και κάλυπταν επιφάνεια 50 τ.μ.
Οι φετινές ανασκαφές από τον αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής
Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Παναγιώτη Φάκλαρη, και τους συνεργάτες του,
επιστήμονες και φοιτητές, έφεραν για πρώτη φορά στο φως το καλύτερα
σωζόμενο τμήμα του τείχους. Η κατασκευή του ανάγεται στα χρόνια της
βασιλείας του Κασσάνδρου και, συγκεκριμένα, μετά τις αρχές του 3ου αι.
π.Χ. Το συγκεκριμένο τμήμα του τείχους ανήκει στο ΒΑ τμήμα του
οχυρωματικού περιβόλου, σε ιδιόκτητο αγρό.
«Πρόκειται για τη λίθινη βάση του τείχους της Βεργίνας, που υπολογίζεται ότι έχει συνολικό ύψος ώς 1,90 μ. Το ανώτερο σημείο του εντοπίζεται σε βάθος από 1,5 μ. ώς 4,5 μ. και η διατήρησή του οφείλεται στα φερτά υλικά χειμάρρου, που κατέστρεψε στην αρχαιότητα το ανώτερο τμήμα του τείχους, το οποίο ήταν φτιαγμένο από χωμάτινους πλίνθους», τονίζει ο Π. Φάκλαρης. Το συγκεκριμένο τμήμα, μήκους 100 μ., ανήκει σε ένα μεγαλύτερο τμήμα μήκους 350 μ., το οποίο είναι το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του τείχους. Το συνολικό μήκος της οχύρωσης υπολογίζεται σε 3,5 χλμ. και προστάτευε τη Βεργίνα.
«Την εποχή του Κασσάνδρου η Μακεδονία γνωρίζει μια ταραχώδη περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων και εξωγενών επεμβάσεων. Οι Γαλάτες έχουν εισβάλει στη Μακεδονία, ενώ προελαύνει και ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος. Η γεωγραφική θέση της πόλης, πάνω στον δρόμο που οδηγούσε από τα λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης προς την Ανω Μακεδονία, καθιστούσε απαραίτητη την οχύρωσή της για την εξασφάλιση και τον έλεγχο της σημαντικής αυτής διάβασης. Εκείνη την εποχή, η Βεργίνα αποκτά για πρώτη φορά οχυρωματικά τείχη», τονίζει ο Π. Φάκλαρης.
Το τείχος αυτό, με τα μεταπύργια να φθάνουν το εντυπωσιακό πάχος των 2,80 μ. και ενίσχυση κατά διαστήματα από στιβαρούς ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους, ήταν σαφώς κατασκευασμένο με πρόνοια για την αντιμετώπιση, αλλά και την εγκατάσταση πολεμικών μηχανών. Η άνοδος στους πύργους και τις επάλξεις γινόταν με χτιστές κλίμακες, πέντε από τις οποίες έχουν ήδη ερευνηθεί. Δίπλα σε πύργους, καλυμμένες από την ημικυκλική προβολή τους, βρέθηκαν μικρές πύλες (πυλίδες) που χρησίμευαν ώστε οι αμυνόμενοι να μπορούν να πραγματοποιούν γρήγορες εξόδους αιφνιδιασμού κατά του εχθρού, αλλά και να επιστρέφουν επίσης γρήγορα μέσα στο τείχος.
Σε όλο το αποκαλυφθέν τμήμα του τείχους διαπιστώθηκε η ενσωμάτωση στην κατασκευή του οικοδομικού υλικού σε δεύτερη χρήση, προερχόμενου από άγνωστα, κατεστραμμένα δημόσια κτίρια της πόλης. Η λίθινη βάση του τείχους είναι δομημένη με μέτωπα από αδρά δουλεμένους ασβεστόλιθους ή πώρινους γωνιόλιθους και γέμισμα με αδούλευτες ντόπιες πέτρες. Στα μέτωπα έχει χρησιμοποιηθεί ακανόνιστο σύστημα τειχοδομίας, με ευρύτερη χρήση μεγάλων εγγώνιων πωρόλιθων στο εξωτερικό μέτωπο και κυρίως στους πύργους και τις πύλες, ενώ στο εσωτερικό κυριαρχούν οι μικρότερες ντόπιες πέτρες.
«Πρόκειται για ένα σπουδαίο μνημείο, μοναδικό στο είδος του, γιατί για πρώτη φορά μας δίνει πληροφορίες για τις οχυρώσεις της εποχής στη Μακεδονία. Μέχρι τώρα γνωρίζουμε τα τείχη του Δίου και της Βεργίνας. Αλλά μόνο εδώ βρήκαμε την ελληνιστική φάση της οχύρωσης», τονίζει ο Π. Φάκλαρης.
Εκτός από τό τείχος, βρέθηκε ένα πλήθος ποικίλων κινητών ευρημάτων που συμπληρώνουν την εικόνα της ζωής του οικισμού, κυρίως κατά τους 2ο και 1ο αι. π.Χ. Ιδιαίτερα αξιόλογο εύρημα της φετινής ανασκαφικής περιόδου αποτελεί ένα μεγάλο σύνολο απανθρακωμένων σπόρων από όσπρια, δημητριακά και κουκούτσια ελιάς, από τροφικά κατάλοιπα της εποχής αυτής.